ὀρθοδοξία: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=orthodoksia
|Transliteration C=orthodoksia
|Beta Code=o)rqodoci/a
|Beta Code=o)rqodoci/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[right opinion]], <span class="bibl">Poll. 4.7</span>, <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span>10p.435M.</span>, <span class="bibl">Olymp.<span class="title">in Phd.</span>p.113</span> N.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[right opinion]], <span class="bibl">Poll. 4.7</span>, <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span>10p.435M.</span>, <span class="bibl">Olymp.<span class="title">in Phd.</span>p.113</span> N.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 07:25, 13 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθοδοξία Medium diacritics: ὀρθοδοξία Low diacritics: ορθοδοξία Capitals: ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
Transliteration A: orthodoxía Transliteration B: orthodoxia Transliteration C: orthodoksia Beta Code: o)rqodoci/a

English (LSJ)

ἡ,    A right opinion, Poll. 4.7, Hierocl.in CA10p.435M., Olymp.in Phd.p.113 N.

German (Pape)

[Seite 374] ἡ, die rechte, richtige Meinung, Poll. 4, 7; die Rechtgläubigkeit, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθοδοξία: ἡ ὀρθὴ γνώμη, δοξασία, Πολυδ. Δ΄, 7. - Ἐκκλησιαστ., ὀρθὴ δοξασία περὶ τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν κακοδοξίαν, Εὐσέβ. ΙΙ, 272Α, Ἀθαν. Ι. 237D, II, 720Α, Βασίλ. IV, 561Α. - Ἡ Κυριακὴ ἢ ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, οὕτως ὀνομάζεται ἡ πρώτη Κυριακὴ τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ἑορταζομένη πρὸς ἀνάμνησιν τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἁγίων εἰκόνων ἐπὶ τῆς βασιλείας Μιχαὴλ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοφίλου, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 191. 156, 18, κλ.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὀρθοδοξία) ορθοδοξώ
1. η ορθή δοξασία, η ορθή γνώμη
2. το ορθό θρησκευτικό δόγμα, η ορθή και αναλλοίωτη χριστιανική πίστη η οποία στηρίζεται στην Αγία Γραφή και στην Ιερά Παράδοση, φύλακας της οποίας είναι η Εκκλησία
νεοελλ.
1. το σύνολο τών ορθόδοξων χριστιανών
2. μτφ. η πιστή προσήλωση στις βασικές αρχές ενός δόγματος, ιδίως πολιτικού
νεοελλ.-μσν.
1. η διδασκαλία και το δόγμα της Ανατολικής Χριστιανικής Εκκλησίας, σε αντιδιαστολή προς τα δόγματα της Δυτικής Εκκλησίας και τών άλλων μη ορθόδοξων Εκκλησιών
2. φρ. «Κυριακή της Ορθοδοξίας» — η πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, κατά την οποία εορτάζεται η αναστήλωση τών εικόνων και ο θρίαμβος της Ορθοδοξίας εναντίον όλων τών αιρέσεων.