ὑποτροπή: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypotropi
|Transliteration C=ypotropi
|Beta Code=u(potroph/
|Beta Code=u(potroph/
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[a turning back]], [[repulse]], <span class="bibl">Plu. <span class="title">Alex.</span>32</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[relapse]], [[recurrence]], Id.2.565d; τῶν ἔμπροσθεν νοσημάτων <span class="bibl">Id.<span class="title">Luc.</span>7</span>; cf.Hp. ap. Gal.19.150 (defined as <b class="b3">οὐ μόνον ἡ ὑποστροφὴ ἀλλὰ καὶ ἡ ἐναλλὰξ μεταβολή</b>).</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[a turning back]], [[repulse]], <span class="bibl">Plu. <span class="title">Alex.</span>32</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[relapse]], [[recurrence]], Id.2.565d; τῶν ἔμπροσθεν νοσημάτων <span class="bibl">Id.<span class="title">Luc.</span>7</span>; cf.Hp. ap. Gal.19.150 (defined as <b class="b3">οὐ μόνον ἡ ὑποστροφὴ ἀλλὰ καὶ ἡ ἐναλλὰξ μεταβολή</b>).</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 09:00, 13 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτροπή Medium diacritics: ὑποτροπή Low diacritics: υποτροπή Capitals: ΥΠΟΤΡΟΠΗ
Transliteration A: hypotropḗ Transliteration B: hypotropē Transliteration C: ypotropi Beta Code: u(potroph/

English (LSJ)

ἡ,    A a turning back, repulse, Plu. Alex.32.    II relapse, recurrence, Id.2.565d; τῶν ἔμπροσθεν νοσημάτων Id.Luc.7; cf.Hp. ap. Gal.19.150 (defined as οὐ μόνον ἡ ὑποστροφὴ ἀλλὰ καὶ ἡ ἐναλλὰξ μεταβολή).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτροπή: ἡ, ἡ παραλλὰξ τοῦ ἡττᾶσθαι καὶ νικᾶν διαδοχή, ἔσχε γὰρ ὁ ἀγὼν ὑποτροπὴν καὶ σάλον ἐν τῷ εὐωνύμῳ κέρατι κατὰ Παρμενίωνα Πλουτ. Ἀλ. 32, ἔνθα ἴδε μακρὰν σημ. Κοραῆ (τ. 4, σ. 424). ΙΙ. ἐπιστροφή, ἐπάνοδος, ὑπ. τῶν ἔμπροσθεν νοσημάτων Πλάτ. Λούκουλλ. 7, κ. ἀλλ.· ἴδε Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. σ. 584.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 retour, particul. retour périodique, accès;
2 retraite.
Étymologie: ὑποτρέπω.

Greek Monolingual

η / ὑποτροπή, ΝΑ
(για νόσο) επανεμφάνιση στη διάρκεια της ανάρρωσης ή μετά από πλήρη ή φαινομενική ίαση (α. «με τόσα αντιβιοτικά αποκλείεται η υποτροπή» β. «ὑποτροπὴ τῶν ἔμπροσθεν νοσημάτων», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. το να υποπίπτει κανείς στο ίδιο παράπτωμα
2. (ποιν. δίκ.) η μετά από προηγούμενη καταδίκη, για ένα ή περισσότερα εγκλήματα, εκ νέου διάπραξη αξιόποινης πράξης από το ίδιο πρόσωπο
αρχ.
εναλλαγή, διαδοχή εναλλάξ («ἔσχε γὰρ ὁ ἀγὼν ὑποτροπὴν καὶ σάλον ἐν τῷ εὺωνύμῳ κέρατι», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ὑποτροπή: ἡ (ὑποτρέπω),
I. μεταστροφή, αλλαγή, μεταβολή, απόκρουση, απώθηση, ήττα, αποτυχία, σε Πλούτ.
II. ξαναπέσιμο, ξανακύλισμα, επιστροφή, επάνοδος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποτροπή:
1) отступление, отход (ἐν τῷ εὐωνύμῳ κέρατι Plut.);
2) возврат, рецидив (τῶν ἔμπροσθεν νοσημάτων Plut.).

Middle Liddell

ὑποτροπή, ἡ, [ὑποτρέπω]
I. a turning back, repulse, Plut.
II. a relapse, recurrence, Plut.