Κύκλωπας: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(22)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[Κύκλωψ]], -ωπος)<br /><b>1.</b> ο [[μονόφθαλμος]] [[γίγαντας]] Πολύφημος, [[γιος]] της νύμφης Θόωσας, που αναφέρεται στην [[Οδύσσεια]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι Κύκλωπες</i><br />[[ονομασία]] φυλής τερατόμορφων μονόφθαλμων όντων της αρχαίας μυθολογίας που κατοικούσαν σε [[νησί]] του Αδριατικού Πελάγους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[μεγαλόσωμος]], [[γίγαντας]], [[κολοσσός]]<br /><b>2.</b> <b>υβριστ.</b> [[μονόφθαλμος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει ένα στρογγυλό [[μάτι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ποιητικώς η Σελήνη, όταν λαμβάνεται [[κατά]] [[προσωποποίηση]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> η [[κόρη]] του οφθαλμού<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> α) (στον <b>Ησίοδ.</b>) [[τρεις]] γιοι του Ουρανού και της Γης, που σφυρηλατούσαν τους κεραυνούς του [[Διός]]<br />β) (στον <b>Θουκ.</b>) [[φυλή]] που εγκαταστάθηκε [[πριν]] από τους Σικανούς στη [[Σικελία]], προερχόμενη ίσως από τη Μ. Ασία<br />γ) (<b>ποιητ. μυθολ.</b>) γίγαντες χαλκείς που είχαν ως [[εργαστήριο]] το [[ηφαίστειο]] της Αίτνας<br />δ) [[ομάδα]] τειχοδόμων που είχαν μετακληθεί από τη [[Λυκία]] και έκτισαν τα τείχη της Τίρυνθας, τών Μυκηνών και άλλων [[πόλεων]], [[κατά]] αρχαία [[παράδοση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύκλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωψ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄπωπα]]) <b>[[πρβλ]].</b> <i>κέρκ</i>-<i>ωψ</i>, <i>νυκτάλ</i>-<i>ωψ</i>].
|mltxt=ο (AM [[Κύκλωψ]], -ωπος)<br /><b>1.</b> ο [[μονόφθαλμος]] [[γίγαντας]] Πολύφημος, [[γιος]] της νύμφης Θόωσας, που αναφέρεται στην [[Οδύσσεια]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι Κύκλωπες</i><br />[[ονομασία]] φυλής τερατόμορφων μονόφθαλμων όντων της αρχαίας μυθολογίας που κατοικούσαν σε [[νησί]] του Αδριατικού Πελάγους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[μεγαλόσωμος]], [[γίγαντας]], [[κολοσσός]]<br /><b>2.</b> <b>υβριστ.</b> [[μονόφθαλμος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει ένα στρογγυλό [[μάτι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ποιητικώς η Σελήνη, όταν λαμβάνεται [[κατά]] [[προσωποποίηση]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> η [[κόρη]] του οφθαλμού<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> α) (στον <b>Ησίοδ.</b>) [[τρεις]] γιοι του Ουρανού και της Γης, που σφυρηλατούσαν τους κεραυνούς του [[Διός]]<br />β) (στον <b>Θουκ.</b>) [[φυλή]] που εγκαταστάθηκε [[πριν]] από τους Σικανούς στη [[Σικελία]], προερχόμενη ίσως από τη Μ. Ασία<br />γ) (<b>ποιητ. μυθολ.</b>) γίγαντες χαλκείς που είχαν ως [[εργαστήριο]] το [[ηφαίστειο]] της Αίτνας<br />δ) [[ομάδα]] τειχοδόμων που είχαν μετακληθεί από τη [[Λυκία]] και έκτισαν τα τείχη της Τίρυνθας, τών Μυκηνών και άλλων [[πόλεων]], [[κατά]] αρχαία [[παράδοση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύκλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωψ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄπωπα]]) πρβλ. <i>κέρκ</i>-<i>ωψ</i>, <i>νυκτάλ</i>-<i>ωψ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 21:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο (AM Κύκλωψ, -ωπος)
1. ο μονόφθαλμος γίγαντας Πολύφημος, γιος της νύμφης Θόωσας, που αναφέρεται στην Οδύσσεια
2. στον πληθ. οι Κύκλωπες
ονομασία φυλής τερατόμορφων μονόφθαλμων όντων της αρχαίας μυθολογίας που κατοικούσαν σε νησί του Αδριατικού Πελάγους
νεοελλ.
1. μτφ. μεγαλόσωμος, γίγαντας, κολοσσός
2. υβριστ. μονόφθαλμος άνθρωπος
αρχ.
1. αυτός που έχει ένα στρογγυλό μάτι
2. μτφ. ποιητικώς η Σελήνη, όταν λαμβάνεται κατά προσωποποίηση
3. μτφ. η κόρη του οφθαλμού
4. στον πληθ. α) (στον Ησίοδ.) τρεις γιοι του Ουρανού και της Γης, που σφυρηλατούσαν τους κεραυνούς του Διός
β) (στον Θουκ.) φυλή που εγκαταστάθηκε πριν από τους Σικανούς στη Σικελία, προερχόμενη ίσως από τη Μ. Ασία
γ) (ποιητ. μυθολ.) γίγαντες χαλκείς που είχαν ως εργαστήριο το ηφαίστειο της Αίτνας
δ) ομάδα τειχοδόμων που είχαν μετακληθεί από τη Λυκία και έκτισαν τα τείχη της Τίρυνθας, τών Μυκηνών και άλλων πόλεων, κατά αρχαία παράδοση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < κύκλος + -ωψ (< ὄπωπα) πρβλ. κέρκ-ωψ, νυκτάλ-ωψ].