άλφα: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[ἄλφα]]) (άκλιτο)<br /><b>1.</b> το πρώτο [[γράμμα]] του ελληνικού αλφαβήτου (Α, α)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δεν ξέρει [[ούτε]] το [[άλφα]]», [[είναι]] εντελώς [[αναλφάβητος]] (αρχ. «ἐπίσταται δ’ οὐδ’ [[ἄλφα]] συλλαβὴν [[γνῶναι]]»)<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) (για τον Χριστό) «το Άλφα και το Ωμέγα», η [[αρχή]] και το [[τέλος]], η [[αρχή]] τών πάντων, η μόνη [[αρχή]] [<b>βλ.</b> και <i>Α</i>, <i>α</i>]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αρχικό [[σημείο]], [[έναρξη]], [[αρχή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τά είπε από το [[άλφα]] ώς το [[ωμέγα]]», με [[κάθε]] [[λεπτομέρεια]]<br />«ώσπου να πεις α ([[άλφα]])», υπερβολικά [[γρήγορα]] (<b>πρβλ.</b> «ώσπου να πεις [[κύμινο]]»)<br /><b>μσν.</b><br />το [[αλφάδι]] του ξυλουργού.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=το (Α [[ἄλφα]]) (άκλιτο)<br /><b>1.</b> το πρώτο [[γράμμα]] του ελληνικού αλφαβήτου (Α, α)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δεν ξέρει [[ούτε]] το [[άλφα]]», [[είναι]] εντελώς [[αναλφάβητος]] (αρχ. «ἐπίσταται δ’ οὐδ’ [[ἄλφα]] συλλαβὴν [[γνῶναι]]»)<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) (για τον Χριστό) «το Άλφα και το Ωμέγα», η [[αρχή]] και το [[τέλος]], η [[αρχή]] τών πάντων, η μόνη [[αρχή]] [<b>βλ.</b> και <i>Α</i>, <i>α</i>]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αρχικό [[σημείο]], [[έναρξη]], [[αρχή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τά είπε από το [[άλφα]] ώς το [[ωμέγα]]», με [[κάθε]] [[λεπτομέρεια]]<br />«ώσπου να πεις α ([[άλφα]])», υπερβολικά [[γρήγορα]] (<b>πρβλ.</b> «ώσπου να πεις [[κύμινο]]»)<br /><b>μσν.</b><br />το [[αλφάδι]] του ξυλουργού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Άκλιτη λ. (<b>πρβλ.</b> πληθ. τὰ [[ἄλφα]]), που απαντά για πρώτη [[φορά]] στον <i>Κρατύλο</i> του Πλάτωνος. Η λ. [[είναι]] [[επίσης]] γνωστή από τη [[φράση]] «το [[άλφα]] και το ω». Πρόκειται για [[δάνειο]] σημιτικής προελεύσεως (<b>πρβλ.</b> εβραϊκό <i>aleph</i> και λ. <i>Α</i>, <i>α</i>). Το ληκτικό [[μόρφημα]] της λ. <i>ἄλφ</i>-<i>α</i> αναπτύχθηκε στην Ελληνική, [[επειδή]] το ληκτικό [[μόρφημα]] -<i>φ</i> της αντίστοιχης σημιτικής λ. δεν αποτελεί [[στοιχείο]] του συστήματος τών ληκτικών μορφημάτων της Ελληνικής.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[αλφαβητάριο]] <b>νεοελλ.</b> [[αλφαβητικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[αλφάβητος]], [[αλφάδι]], [[αλφάρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλφαβήτα]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:50, 29 December 2020
Greek Monolingual
το (Α ἄλφα) (άκλιτο)
1. το πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου (Α, α)
2. φρ. «δεν ξέρει ούτε το άλφα», είναι εντελώς αναλφάβητος (αρχ. «ἐπίσταται δ’ οὐδ’ ἄλφα συλλαβὴν γνῶναι»)
(νεοελλ.-μσν.) (για τον Χριστό) «το Άλφα και το Ωμέγα», η αρχή και το τέλος, η αρχή τών πάντων, η μόνη αρχή [βλ. και Α, α]
νεοελλ.
1. αρχικό σημείο, έναρξη, αρχή
2. φρ. «τά είπε από το άλφα ώς το ωμέγα», με κάθε λεπτομέρεια
«ώσπου να πεις α (άλφα)», υπερβολικά γρήγορα (πρβλ. «ώσπου να πεις κύμινο»)
μσν.
το αλφάδι του ξυλουργού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άκλιτη λ. (πρβλ. πληθ. τὰ ἄλφα), που απαντά για πρώτη φορά στον Κρατύλο του Πλάτωνος. Η λ. είναι επίσης γνωστή από τη φράση «το άλφα και το ω». Πρόκειται για δάνειο σημιτικής προελεύσεως (πρβλ. εβραϊκό aleph και λ. Α, α). Το ληκτικό μόρφημα της λ. ἄλφ-α αναπτύχθηκε στην Ελληνική, επειδή το ληκτικό μόρφημα -φ της αντίστοιχης σημιτικής λ. δεν αποτελεί στοιχείο του συστήματος τών ληκτικών μορφημάτων της Ελληνικής.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αλφαβητάριο νεοελλ. αλφαβητικός.
ΣΥΝΘ. μσν.-νεοελλ. αλφάβητος, αλφάδι, αλφάρι
νεοελλ.
αλφαβήτα].