άστυ: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
(6)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-έως), το (AM [[ἄστυ]], -έως, Α και -εος)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[πόλη]] (σε [[αντίθεση]] με τα προάστια και την ύπαιθρο)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κατοικία]], το [[ανάκτορο]]<br /><b>2.</b> η [[κάτω]] [[πόλη]] σε [[αντίθεση]] με την [[ακρόπολη]]<br /><b>3.</b> (για την Αττική) (ιδιαίτερα [[χωρίς]] [[άρθρο]]) η [[κυρίως]] [[πόλη]] σε [[αντίθεση]] με την ύπαιθρο<br /><b>4.</b> η Αθήνα σε [[αντίθεση]] με το Φάληρο και τον Πειραιά<br /><b>5.</b> [[πόλη]] από υλική [[θεώρηση]], κτίσματα, δρόμοι, [[αγορά]], σε [[αντίθεση]] με το έμψυχο υλικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[άστυ]], γεν. <i>άστεος</i> (ιων. επικ. τ.) και <i>άστεως</i> (τ. [[αττικός]], της τραγικής ποιήσεως και [[νεώτερος]] αναλογικά [[προς]] το <i>πόλεως</i>) προήλθε από <i>Fάστυ</i>, με σίγηση του αρχικού <i>F</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> βοιωτ. γεν. <i>Fάστιος</i>, αρκαδ. γεν. <i>Fασστυ</i>-<i>όχω</i>), μαρτυρείται δε πιθ. και στη Μυκηναϊκή ως <i>wa</i>-<i>tu</i>. Στην αρχαία [[εποχή]] χρησιμοποιήθηκε κατ' [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα [[αγρός]], <i>ακρόπολις</i>, [[καθώς]] [[επίσης]] και [[προς]] το [[πόλις]] (που [[κατά]] κύριο λόγο χαρακτήριζε το έμψυχο υλικό της πόλεως), ενώ ειδικότερα δήλωνε την [[πόλη]] των Αθηνών ([[έναντι]] των προαστίων της: Φάληρο, Πειραιά <b>κ.λπ.</b>) Ετυμολογικά ο τ. [[άστυ]] αντιστοιχεί [[προς]] τα αρχ. ινδ. <b>(βεδ.)</b> <i>r</i><i>ā</i><i>stu</i> «[[τόπος]] κατοικίας», πιθ. μεσσαπ. <i>vastei</i>, τοχαρ. Α' <i>wast</i>, το-χαρ. Β' <i>ost</i> «[[σπίτι]]» (τύποι που ανάγονται σε IE. <i>ụes</i>- «[[μένω]], [[περνώ]] τον καιρό μου, [[κατοικώ]], [[διανυκτερεύω]]»). Έχει υποστηριχθεί [[ακόμη]] η [[άποψη]] ότι ο [[σχηματισμός]] αυτών των λέξεων στηρίζεται σε αρχ. [[ρήμα]], που ανευρίσκεται στα αρχ. ινδ. <i>vasati</i>, «μένει», γοτθ. <i>wisan</i> «[[είναι]], μένει», ελλην. αόρ. <i>άεσα</i> (<b>βλ.</b> [[αέσκω]]). Ανερμήνευτο παραμένει το <i>α</i>- του ελλην. τ. [[έναντι]] της εναλλαγής απαθούς-ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας <i>ụes</i>-, που [[κατά]] κανόνα επικρατεί στους αντίστοιχους IE. τύπους, [[γεγονός]] που οδήγησε στην [[υπόθεση]] αναγωγής του <i>α</i>- σε προελληνικό [[υπόστρωμα]]. Τέλος ανάλογο [[προς]] τον μορφολογικό σχηματισμό σε <i>tu</i>- του τ. [[άστυ]] εμφανίζουν και τα γοτθ. <i>wists</i> «[[φύση]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ụes</i>-<i>t</i>-<i>is</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>Εστία</i>), αρχ. ιρλ. <i>foss</i> «[[ησυχία]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ụos</i>-<i>to</i>-<i>s</i>) κ.λπ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αστίτης]], [[άστυρον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αστυνόμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αστυΐατρος]], [[αστυκλινική]], [[αστυκτηνίατρος]], [[αστυμηχανικός]], <i>αστυφύλαξ</i> (-<i>ακας</i>), [[αστυφιλία]], [[αστυχημικός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αστυάναξ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αστυπολίτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αστόξενος]], [[αστυβοώτης]], [[αστυγείτων]], [[αστυδρομούμαι]], [[αστύθεμις]], [[αστύνικος]], [[αστυόχος]], [[αστυπόλος]], [[αστυάναξ]]. Ο τ. [[άστυ]] χρησιμοποιήθηκε και [[κατά]] την [[παραγωγή]] και [[σύνθεση]] κυρίων ονομάτων: <i>Αστείος</i>, <i>Fαστίας</i>, <i>Fαστίνιος</i>, <i>Άστων</i>, <i>Faστούκριτος</i>, <i>Αστυάναξ</i>, <i>Αστυγένης</i>, <i>Αστυδάμας</i>, <i>Αστύδωρος</i>, <i>Αστυκλής</i>, <i>Αστυκράτης</i>, <i>Αστυκρέων</i>, <i>Αστυλαΐδας</i>, <i>Αστύλος</i>, <i>Αστύμαχος</i>, <i>Fαστυμεδόντιος</i>, <i>Αστυμέδων</i>, <i>Αστυμήδης</i>, <i>Αστύνομος</i>, <i>Αστύνους</i>, <i>Αστύξενος</i>, <i>Αστύοχος</i>, <i>Αστύπυλος</i>, <i>Αστυχαρίδης</i>].
|mltxt=(-έως), το (AM [[ἄστυ]], -έως, Α και -εος)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[πόλη]] (σε [[αντίθεση]] με τα προάστια και την ύπαιθρο)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κατοικία]], το [[ανάκτορο]]<br /><b>2.</b> η [[κάτω]] [[πόλη]] σε [[αντίθεση]] με την [[ακρόπολη]]<br /><b>3.</b> (για την Αττική) (ιδιαίτερα [[χωρίς]] [[άρθρο]]) η [[κυρίως]] [[πόλη]] σε [[αντίθεση]] με την ύπαιθρο<br /><b>4.</b> η Αθήνα σε [[αντίθεση]] με το Φάληρο και τον Πειραιά<br /><b>5.</b> [[πόλη]] από υλική [[θεώρηση]], κτίσματα, δρόμοι, [[αγορά]], σε [[αντίθεση]] με το έμψυχο υλικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. [[άστυ]], γεν. <i>άστεος</i> (ιων. επικ. τ.) και <i>άστεως</i> (τ. [[αττικός]], της τραγικής ποιήσεως και [[νεώτερος]] αναλογικά [[προς]] το <i>πόλεως</i>) προήλθε από <i>Fάστυ</i>, με σίγηση του αρχικού <i>F</i>- (<b>πρβλ.</b> βοιωτ. γεν. <i>Fάστιος</i>, αρκαδ. γεν. <i>Fασστυ</i>-<i>όχω</i>), μαρτυρείται δε πιθ. και στη Μυκηναϊκή ως <i>wa</i>-<i>tu</i>. Στην αρχαία [[εποχή]] χρησιμοποιήθηκε κατ' [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα [[αγρός]], <i>ακρόπολις</i>, [[καθώς]] [[επίσης]] και [[προς]] το [[πόλις]] (που [[κατά]] κύριο λόγο χαρακτήριζε το έμψυχο υλικό της πόλεως), ενώ ειδικότερα δήλωνε την [[πόλη]] των Αθηνών ([[έναντι]] των προαστίων της: Φάληρο, Πειραιά <b>κ.λπ.</b>) Ετυμολογικά ο τ. [[άστυ]] αντιστοιχεί [[προς]] τα αρχ. ινδ. <b>(βεδ.)</b> <i>r</i><i>ā</i><i>stu</i> «[[τόπος]] κατοικίας», πιθ. μεσσαπ. <i>vastei</i>, τοχαρ. Α' <i>wast</i>, το-χαρ. Β' <i>ost</i> «[[σπίτι]]» (τύποι που ανάγονται σε IE. <i>ụes</i>- «[[μένω]], [[περνώ]] τον καιρό μου, [[κατοικώ]], [[διανυκτερεύω]]»). Έχει υποστηριχθεί [[ακόμη]] η [[άποψη]] ότι ο [[σχηματισμός]] αυτών των λέξεων στηρίζεται σε αρχ. [[ρήμα]], που ανευρίσκεται στα αρχ. ινδ. <i>vasati</i>, «μένει», γοτθ. <i>wisan</i> «[[είναι]], μένει», ελλην. αόρ. <i>άεσα</i> (<b>βλ.</b> [[αέσκω]]). Ανερμήνευτο παραμένει το <i>α</i>- του ελλην. τ. [[έναντι]] της εναλλαγής απαθούς-ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας <i>ụes</i>-, που [[κατά]] κανόνα επικρατεί στους αντίστοιχους IE. τύπους, [[γεγονός]] που οδήγησε στην [[υπόθεση]] αναγωγής του <i>α</i>- σε προελληνικό [[υπόστρωμα]]. Τέλος ανάλογο [[προς]] τον μορφολογικό σχηματισμό σε <i>tu</i>- του τ. [[άστυ]] εμφανίζουν και τα γοτθ. <i>wists</i> «[[φύση]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ụes</i>-<i>t</i>-<i>is</i>, <b>πρβλ.</b> <i>Εστία</i>), αρχ. ιρλ. <i>foss</i> «[[ησυχία]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ụos</i>-<i>to</i>-<i>s</i>) κ.λπ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αστίτης]], [[άστυρον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αστυνόμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αστυΐατρος]], [[αστυκλινική]], [[αστυκτηνίατρος]], [[αστυμηχανικός]], <i>αστυφύλαξ</i> (-<i>ακας</i>), [[αστυφιλία]], [[αστυχημικός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αστυάναξ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αστυπολίτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αστόξενος]], [[αστυβοώτης]], [[αστυγείτων]], [[αστυδρομούμαι]], [[αστύθεμις]], [[αστύνικος]], [[αστυόχος]], [[αστυπόλος]], [[αστυάναξ]]. Ο τ. [[άστυ]] χρησιμοποιήθηκε και [[κατά]] την [[παραγωγή]] και [[σύνθεση]] κυρίων ονομάτων: <i>Αστείος</i>, <i>Fαστίας</i>, <i>Fαστίνιος</i>, <i>Άστων</i>, <i>Faστούκριτος</i>, <i>Αστυάναξ</i>, <i>Αστυγένης</i>, <i>Αστυδάμας</i>, <i>Αστύδωρος</i>, <i>Αστυκλής</i>, <i>Αστυκράτης</i>, <i>Αστυκρέων</i>, <i>Αστυλαΐδας</i>, <i>Αστύλος</i>, <i>Αστύμαχος</i>, <i>Fαστυμεδόντιος</i>, <i>Αστυμέδων</i>, <i>Αστυμήδης</i>, <i>Αστύνομος</i>, <i>Αστύνους</i>, <i>Αστύξενος</i>, <i>Αστύοχος</i>, <i>Αστύπυλος</i>, <i>Αστυχαρίδης</i>].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

(-έως), το (AM ἄστυ, -έως, Α και -εος)
νεοελλ.
η πόλη (σε αντίθεση με τα προάστια και την ύπαιθρο)
αρχ.
1. η κατοικία, το ανάκτορο
2. η κάτω πόλη σε αντίθεση με την ακρόπολη
3. (για την Αττική) (ιδιαίτερα χωρίς άρθρο) η κυρίως πόλη σε αντίθεση με την ύπαιθρο
4. η Αθήνα σε αντίθεση με το Φάληρο και τον Πειραιά
5. πόλη από υλική θεώρηση, κτίσματα, δρόμοι, αγορά, σε αντίθεση με το έμψυχο υλικό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. άστυ, γεν. άστεος (ιων. επικ. τ.) και άστεως (τ. αττικός, της τραγικής ποιήσεως και νεώτερος αναλογικά προς το πόλεως) προήλθε από Fάστυ, με σίγηση του αρχικού F- (πρβλ. βοιωτ. γεν. Fάστιος, αρκαδ. γεν. Fασστυ-όχω), μαρτυρείται δε πιθ. και στη Μυκηναϊκή ως wa-tu. Στην αρχαία εποχή χρησιμοποιήθηκε κατ' αντιδιαστολή προς τα αγρός, ακρόπολις, καθώς επίσης και προς το πόλις (που κατά κύριο λόγο χαρακτήριζε το έμψυχο υλικό της πόλεως), ενώ ειδικότερα δήλωνε την πόλη των Αθηνών (έναντι των προαστίων της: Φάληρο, Πειραιά κ.λπ.) Ετυμολογικά ο τ. άστυ αντιστοιχεί προς τα αρχ. ινδ. (βεδ.) rāstu «τόπος κατοικίας», πιθ. μεσσαπ. vastei, τοχαρ. Α' wast, το-χαρ. Β' ost «σπίτι» (τύποι που ανάγονται σε IE. ụes- «μένω, περνώ τον καιρό μου, κατοικώ, διανυκτερεύω»). Έχει υποστηριχθεί ακόμη η άποψη ότι ο σχηματισμός αυτών των λέξεων στηρίζεται σε αρχ. ρήμα, που ανευρίσκεται στα αρχ. ινδ. vasati, «μένει», γοτθ. wisan «είναι, μένει», ελλην. αόρ. άεσα (βλ. αέσκω). Ανερμήνευτο παραμένει το α- του ελλην. τ. έναντι της εναλλαγής απαθούς-ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας ụes-, που κατά κανόνα επικρατεί στους αντίστοιχους IE. τύπους, γεγονός που οδήγησε στην υπόθεση αναγωγής του α- σε προελληνικό υπόστρωμα. Τέλος ανάλογο προς τον μορφολογικό σχηματισμό σε tu- του τ. άστυ εμφανίζουν και τα γοτθ. wists «φύση» (< ụes-t-is, πρβλ. Εστία), αρχ. ιρλ. foss «ησυχία» (< ụos-to-s) κ.λπ.
ΠΑΡ. αρχ. αστίτης, άστυρον.
ΣΥΝΘ. αστυνόμος
νεοελλ.
αστυΐατρος, αστυκλινική, αστυκτηνίατρος, αστυμηχανικός, αστυφύλαξ (-ακας), αστυφιλία, αστυχημικός
αρχ.-μσν.
αστυάναξ
μσν.
αστυπολίτης
αρχ.
αστόξενος, αστυβοώτης, αστυγείτων, αστυδρομούμαι, αστύθεμις, αστύνικος, αστυόχος, αστυπόλος, αστυάναξ. Ο τ. άστυ χρησιμοποιήθηκε και κατά την παραγωγή και σύνθεση κυρίων ονομάτων: Αστείος, Fαστίας, Fαστίνιος, Άστων, Faστούκριτος, Αστυάναξ, Αστυγένης, Αστυδάμας, Αστύδωρος, Αστυκλής, Αστυκράτης, Αστυκρέων, Αστυλαΐδας, Αστύλος, Αστύμαχος, Fαστυμεδόντιος, Αστυμέδων, Αστυμήδης, Αστύνομος, Αστύνους, Αστύξενος, Αστύοχος, Αστύπυλος, Αστυχαρίδης].