έωλος: Difference between revisions
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
(15) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (ΑΜ [[ἕωλος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που απέμεινε από την προηγούμενη [[μέρα]], [[χθεσινός]], [[παλιός]], [[μπαγιάτικος]]<br /><b>2.</b> (για τρόφιμα) [[μπαγιάτικος]], μουχλιασμένος<br /><b>3.</b> (για αβγά) [[κλούβιος]]<br /><b>μσν.</b><br />(για πράγματα) αυτός που καθυστέρησε<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράξεις) [[παλιός]], απηρχαιωμένος<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[ανούσιος]], [[αηδής]]<br /><b>3.</b> (για έγγραφες υποχρεώσεις) αυτός που δεν ισχύει λόγω της παρόδου τών χρονικών προθεσμιών<br /><b>4.</b> (για πληρωμές) καθυστερούμενος, [[υπόλοιπος]]<br /><b>5.</b> (για χρήματα) συσσωρευμένος<br /><b>6.</b> (για πρόσωπα) αυτός που παραμελεί και αναβάλλει την [[εκτέλεση]] ενός έργου από τη μια [[μέρα]] στην [[άλλη]], [[βραδύς]], [[άτολμος]], [[οκνηρός]]<br /><b>7.</b> αυτός που υποφέρει από τη [[μέθη]] της προηγούμενης ημέρας<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἕωλος]] [[θρυαλλίς]]» — η [[θρυαλλίδα]] που έχει ανθρακωθεί και [[είναι]] έτοιμη να σβήσει<br />β) «τῶν γάμων... τὴν ἕωλον ἡμέραν» — την επομένη του γάμου<br />γ) «[[ἕωλος]] [[προθυμία]]» — καθυστερημένη [[προθυμία]]<br />δ) «πρόσφατον καὶ [[νέον]] [[ὕδωρ]] τὸ ὑόμενον, ἕωλον δὲ καὶ παλαιὸν τὸ λιμναῑον» — [[φρέσκο]] και νέο [[νερό]] [[είναι]] το [[νερό]] της βροχής, ενώ μπαγιάτικο και παλιό αυτό που λιμνάζει (<b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-ο (ΑΜ [[ἕωλος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που απέμεινε από την προηγούμενη [[μέρα]], [[χθεσινός]], [[παλιός]], [[μπαγιάτικος]]<br /><b>2.</b> (για τρόφιμα) [[μπαγιάτικος]], μουχλιασμένος<br /><b>3.</b> (για αβγά) [[κλούβιος]]<br /><b>μσν.</b><br />(για πράγματα) αυτός που καθυστέρησε<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράξεις) [[παλιός]], απηρχαιωμένος<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[ανούσιος]], [[αηδής]]<br /><b>3.</b> (για έγγραφες υποχρεώσεις) αυτός που δεν ισχύει λόγω της παρόδου τών χρονικών προθεσμιών<br /><b>4.</b> (για πληρωμές) καθυστερούμενος, [[υπόλοιπος]]<br /><b>5.</b> (για χρήματα) συσσωρευμένος<br /><b>6.</b> (για πρόσωπα) αυτός που παραμελεί και αναβάλλει την [[εκτέλεση]] ενός έργου από τη μια [[μέρα]] στην [[άλλη]], [[βραδύς]], [[άτολμος]], [[οκνηρός]]<br /><b>7.</b> αυτός που υποφέρει από τη [[μέθη]] της προηγούμενης ημέρας<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἕωλος]] [[θρυαλλίς]]» — η [[θρυαλλίδα]] που έχει ανθρακωθεί και [[είναι]] έτοιμη να σβήσει<br />β) «τῶν γάμων... τὴν ἕωλον ἡμέραν» — την επομένη του γάμου<br />γ) «[[ἕωλος]] [[προθυμία]]» — καθυστερημένη [[προθυμία]]<br />δ) «πρόσφατον καὶ [[νέον]] [[ὕδωρ]] τὸ ὑόμενον, ἕωλον δὲ καὶ παλαιὸν τὸ λιμναῑον» — [[φρέσκο]] και νέο [[νερό]] [[είναι]] το [[νερό]] της βροχής, ενώ μπαγιάτικο και παλιό αυτό που λιμνάζει (<b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἕως</i> (II) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>λος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:02, 29 December 2020
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ ἕωλος, -ον)
1. αυτός που απέμεινε από την προηγούμενη μέρα, χθεσινός, παλιός, μπαγιάτικος
2. (για τρόφιμα) μπαγιάτικος, μουχλιασμένος
3. (για αβγά) κλούβιος
μσν.
(για πράγματα) αυτός που καθυστέρησε
αρχ.
1. (για πράξεις) παλιός, απηρχαιωμένος
2. συνεκδ. ανούσιος, αηδής
3. (για έγγραφες υποχρεώσεις) αυτός που δεν ισχύει λόγω της παρόδου τών χρονικών προθεσμιών
4. (για πληρωμές) καθυστερούμενος, υπόλοιπος
5. (για χρήματα) συσσωρευμένος
6. (για πρόσωπα) αυτός που παραμελεί και αναβάλλει την εκτέλεση ενός έργου από τη μια μέρα στην άλλη, βραδύς, άτολμος, οκνηρός
7. αυτός που υποφέρει από τη μέθη της προηγούμενης ημέρας
8. φρ. α) «ἕωλος θρυαλλίς» — η θρυαλλίδα που έχει ανθρακωθεί και είναι έτοιμη να σβήσει
β) «τῶν γάμων... τὴν ἕωλον ἡμέραν» — την επομένη του γάμου
γ) «ἕωλος προθυμία» — καθυστερημένη προθυμία
δ) «πρόσφατον καὶ νέον ὕδωρ τὸ ὑόμενον, ἕωλον δὲ καὶ παλαιὸν τὸ λιμναῑον» — φρέσκο και νέο νερό είναι το νερό της βροχής, ενώ μπαγιάτικο και παλιό αυτό που λιμνάζει (Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἕως (II) + επίθημα -λος].