νεκτάρεος: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nektareos
|Transliteration C=nektareos
|Beta Code=nekta/reos
|Beta Code=nekta/reos
|Definition=[ᾰ], έα, Ion. έη, εον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[nectarous]], in Hom. of garments, i.e. [[fragrant]], <b class="b3">ν. ἑανός, χιτών</b>, <span class="bibl">Il.3.385</span>, <span class="bibl">18.25</span>; ν. σπονδαί <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>6(5).37</span>; κύλιξ <span class="title">AP</span>6.248 (Marc. Arg.); Βρομίου νεκτάρεαι προπόσεις <span class="title">BMus.Inscr.</span>1036 (Caria); τὸ ν. πόμα <span class="bibl">Luc.<span class="title">Herm.</span>60</span>: neut. as Adv., νεκτάρεον μείδησε <span class="bibl">A.R.3.1009</span>.</span>
|Definition=[ᾰ], έα, Ion. έη, εον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[nectarous]], in Hom. of garments, i.e. [[fragrant]], <b class="b3">ν. ἑανός, χιτών</b>, <span class="bibl">Il.3.385</span>, <span class="bibl">18.25</span>; ν. σπονδαί <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>6(5).37</span>; κύλιξ <span class="title">AP</span>6.248 (Marc. Arg.); Βρομίου νεκτάρεαι προπόσεις <span class="title">BMus.Inscr.</span>1036 (Caria); τὸ ν. πόμα <span class="bibl">Luc.<span class="title">Herm.</span>60</span>: neut. as Adv., νεκτάρεον μείδησε <span class="bibl">A.R.3.1009</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:58, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκτάρεος Medium diacritics: νεκτάρεος Low diacritics: νεκτάρεος Capitals: ΝΕΚΤΑΡΕΟΣ
Transliteration A: nektáreos Transliteration B: nektareos Transliteration C: nektareos Beta Code: nekta/reos

English (LSJ)

[ᾰ], έα, Ion. έη, εον, A nectarous, in Hom. of garments, i.e. fragrant, ν. ἑανός, χιτών, Il.3.385, 18.25; ν. σπονδαί Pi.I.6(5).37; κύλιξ AP6.248 (Marc. Arg.); Βρομίου νεκτάρεαι προπόσεις BMus.Inscr.1036 (Caria); τὸ ν. πόμα Luc.Herm.60: neut. as Adv., νεκτάρεον μείδησε A.R.3.1009.

German (Pape)

[Seite 238] wie Nektar duftend, od. allgem. wie Nektar, göttlich, schön; ἑανόν, Il. 3, 385; χιτών, 18, 25; vgl. ἀμβρόσιος. – Von Nektar, νεκταρέαις σπονδαῖσιν Pind. I. 5, 37; τὸ νεκτάρεον πόμα, Luc. Hermot. 60.

Greek (Liddell-Scott)

νεκτάρεος: έα, Ἰων. έη, εον, παρ’ Ὁμ. ἐπὶ ἐνδυμάτων, ὡς νέκταρ εὐωδιάζων, εὐώδης, πιθανῶς· ἢ καθόλου, θεῖος, λαμπρός, ἔξοχος (πρβλ. ἀμβρόσιος), ν. ἑανόν, χιτὼν Ἰλ. Γ. 385., Σ. 25· - κυριολεκτικῶς: ν. σπονδαί, σπονδαὶ ἐκ νέκταρος, Πινδ. Ι. 6 (5)· 54· κύλιξ Ἀνθ. Π. 6. 248. τὸ ν. πόμα Λουκ. Ἑρμότ. 60·- οὐδ. ὡς ἐπίρρ., νεκτάρεον μείδησε Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1009.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 de nectar;
2 divin, précieux.
Étymologie: νέκταρ.

English (Autenrieth)

nectar-like, fragrant as nectar. (Il.)

English (Slater)

νεκτᾰρεος
   a nectar bearing εὔοδμον ἐπάγοισιν ἔαρ φυτὰ νεκτάρεα fr. 75. 15.
   b of nectar, i. e. as sweet as nectar. τὸν μὲν κελήσατο νεκταρέαις σπονδαῖσιν ἄρξαι καρτεραίχμαν Ἀμφιτρυωνιάδαν (I. 6.37) ]γενναίων ἄωτος νεκταρέας αι[ fr. 6b. f.

Greek Monolingual

νεκτάρεος, -έα, -ον, ιων. τ. θηλ. -έη (Α)
1. (για ενδύματα) α) αυτός που ευωδιάζει σαν νέκταρ, ευώδης
β) λαμπρός, έξοχος
2. αυτός που αποτελείται από νέκταρ, από οίνο («νεκταρέαις σπονδαῑσιν», Πίνδ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) νεκτάρεον
γλυκά, με γλυκό τρόπο («νεκτάρεον μείδησε», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκταρ + κατάλ. -εος (πρβλ. κίτρ-εος, λίν-εος)].

Greek Monotonic

νεκτάρεος: [ᾰ], -έα, Ιων. -έη, -εον, αυτός που έχει τις ιδιότητες του νέκταρος· λέγεται για ενδύματα, πιθ., αρωματισμένος, αρωματικός, ή, γενικά, θεϊκός, εξαίρετος, λαμπρός, έξοχος, σε Ομήρ. Ιλ.· κυριολεκτικώς, νεκταρέαι σπονδαί, σπονδές από νέκταρ, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

νεκτάρεος: (ᾰ)
1) нектарный (σπονδαί Pind.; πόμα Luc.; κύλικες Anth.);
2) благоухающий, словно нектар или божественно-прекрасный (ἑανός, χιτών Hom.).

Middle Liddell

[from νέκτᾰρ]
nectarous, of garments, prob., scented, fragrant, or generally, divine, beautiful, Il.:—literally, ν. σπονδαί libations of nectar, Pind.