παιδευτικός: Difference between revisions
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paideftikos | |Transliteration C=paideftikos | ||
|Beta Code=paideutiko/s | |Beta Code=paideutiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]] or [[for teaching]], δυνάμεις <span class="bibl">Ti.Locr.103e</span>; βίος <span class="bibl">Str.14.5.4</span>; <b class="b3">ἡ -κή</b> (sc. [[τέχνη]]) [[education]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>231b</span>; π. ἐπιστῆμαι Phld.<span class="title">Mus.</span> p.105 K.; τὸ π. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lyc.</span>4</span>; παράδειγμα π. τοῖς εὖ φρονοῦσι <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span>11p.441M.</span> Adv. -κῶς <span class="bibl">Ph.1.169</span>: Sup. <b class="b3">-ώτατα</b> ib. <span class="bibl">319</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[skilled in teaching]], ib.<span class="bibl">438</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:50, 30 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A of or for teaching, δυνάμεις Ti.Locr.103e; βίος Str.14.5.4; ἡ -κή (sc. τέχνη) education, Pl.Sph.231b; π. ἐπιστῆμαι Phld.Mus. p.105 K.; τὸ π. Plu.Lyc.4; παράδειγμα π. τοῖς εὖ φρονοῦσι Hierocl.in CA11p.441M. Adv. -κῶς Ph.1.169: Sup. -ώτατα ib. 319. 2 skilled in teaching, ib.438.
German (Pape)
[Seite 440] zum Erziehen, Unterrichten gehörig, geschickt, δύναμις, Plat. Tim. Locr. 103 e; ἡ παιδευτική, sc. τέχνη, die Erziehungskunst, Soph. 231 b; τὸ πολιτικὸν καὶ παιδευτικόν, Plut. Lyc. 4. – Adv., Poll. 4, 42; Philo u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παιδευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς παίδευσιν, δύναμις Τίμ. Λοκρ. 103Ε˙ - ἡ παιδευτικὴ (ἐξυπ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ἐκπαιδεύειν, Πλάτ. Σοφιστ. 231Β˙ οὕτω, τὸ παιδευτικὸν Πλουτ. Λυκοῦργ. 4. Ἐπιρρ. -κῶς, Κλήμ. Ἀλ. 447˙ ὑπερθ., -ώτατα Φίλων 1. 319.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne l’instruction.
Étymologie: παιδεύω.
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (Α παιδευτικός, -ή, -όν) παιδευτής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παίδευση, μορφωτικός
2. το θηλ. ως ουσ. η παιδευτική
η παιδαγωγική
νεοελλ.
ο σχετικός με ταλαιπωρία, βασανιστικός
αρχ.
1. ο σχετικός με τιμωρία, σωφρονιστικός
2. ο έμπειρος στη διδασκαλία.
επίρρ...
παιδευτικώς (Α παιδευτικῶς)
με παιδευτικό τρόπο, διδακτικώς («δογματικῶς ἅμα καὶ παιδευτικῶς», Φίλ.).
Greek Monotonic
παιδευτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην εκπαίδευση· ἡ -κή (ενν. τέχνη), εκπαίδευση, σε Πλάτ.· ομοίως, τὸ παιδευτικόν, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδευτικός -ή -όν [παιδεύω] opvoed-; subst. ἡ παιδευτική ( sc. τέχνη ) opvoedkunde; τὸ παιδευτικόν educatief nut.
Russian (Dvoretsky)
παιδευτικός: воспитательный (δύναμις Plat.).
Middle Liddell
παιδευτικός, ή, όν [from παιδεύω
of or for teaching: —ἡ -κή (sc. τέχνἠ, education, Plat.; so, τὸ παιδευτικόν Plut.