στασιαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stasiastikos
|Transliteration C=stasiastikos
|Beta Code=stasiastiko/s
|Beta Code=stasiastiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[seditious]], [[factious]], opp. [[πολιτικός]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>303c</span>; λόγοι <span class="bibl">Aeschin.3.208</span>; <b class="b3">πράττειν οὐδὲν σ</b>. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cor.</span>6</span>. Adv., <b class="b3">-κῶς ἔχειν</b> to be [[factious]], πρός τινας <span class="bibl">D.9.21</span>, <span class="bibl">18.61</span>; <b class="b3">σ. χρῆσθαι τοῖς ὀστρακισμοῖς</b> [[in a factious spirit]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1284b22</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[seditious]], [[factious]], opp. [[πολιτικός]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>303c</span>; λόγοι <span class="bibl">Aeschin.3.208</span>; <b class="b3">πράττειν οὐδὲν σ</b>. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cor.</span>6</span>. Adv., <b class="b3">-κῶς ἔχειν</b> to be [[factious]], πρός τινας <span class="bibl">D.9.21</span>, <span class="bibl">18.61</span>; <b class="b3">σ. χρῆσθαι τοῖς ὀστρακισμοῖς</b> [[in a factious spirit]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1284b22</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:35, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰσιαστικός Medium diacritics: στασιαστικός Low diacritics: στασιαστικός Capitals: ΣΤΑΣΙΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stasiastikós Transliteration B: stasiastikos Transliteration C: stasiastikos Beta Code: stasiastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A seditious, factious, opp. πολιτικός, Pl.Plt.303c; λόγοι Aeschin.3.208; πράττειν οὐδὲν σ. Plu.Cor.6. Adv., -κῶς ἔχειν to be factious, πρός τινας D.9.21, 18.61; σ. χρῆσθαι τοῖς ὀστρακισμοῖς in a factious spirit, Arist.Pol.1284b22.

German (Pape)

[Seite 929] aufrührerisch; Ggstz πολιτικός, Plat. Prot. 303 c; στασιαστικῶς ἔχειν, Ggstz von ὁμονοητικῶς ἔχειν, = στασιάζειν, Phaedr. 263 a; vgl. κακῶς ἔχοντας πρὸς ἑαυτοὺς καὶ στασιαστικῶς, Dem. 18, 61; u. Sp., στασιαστικὰ πράττειν, D. Cass. 57, 4.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰσιαστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς στασιασμόν, ἀντίθετον τῷ πολιτικός, Πλάτ. Πολιτ. 303C· λόγοι Αἰσχίν. 83. 34· πράττειν οὐδὲν στ. Πλουτ. Κοριολ. 6. - Ἐπίρρ., στασιαστικῶς ἔχειν, εἶμαι στασιαστικός, διάκειμαι εὐκόλως εἰς στάσιν, περί τι Πλάτ. Φαῖδρ. 263Α· πρός τινα Δημ. 116. 9., 245. 20· στ. χρῆσθαι τοῖ ὀστρακισμοῖς, μὲ πνεῦμα στασιαστικόν, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 13, 23.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
séditieux.
Étymologie: στασιάζω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στασιαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ στασιάζω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στασιαστή, αυτός που προκαλεί στασιασμό (α. «στασιαστική συγκέντρωση» β. «οὐκ ὄντας πολιτικοὺς ἀλλὰ στασιαστικούς», Πλάτ.
γ. «πράττειν οὐδὲν στασιαστικόν», Πλούτ.).
επίρρ...
στασιαστικῶς Α
1. με τρόπο που ταιριάζει σε στασιαστή
2. φρ. α) «στασιαστικῶς ἔχω» — ρέπω προς στασιασμό (Πλάτ.)
β) «στασιαστικώς χρώμαί τινι» — μεταχειρίζομαι κάτι με πνεύμα στασιαστή (Αριστοτ.).

Greek Monotonic

στᾰσιαστικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει σε στασιασμό ή είναι ικανός για στάση ή εξέγερση, στασιαστικός, επαναστατικός, αντάρτικος, σε Πλάτ. κ.λπ.· στασιαστικῶς ἔχειν, διάκειμαι ευνοϊκά απέναντι σε ενδεχόμενη στάση, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

στᾰσιαστικός: призывающий к восстанию, мятежный (λόγοι Aeschin.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στασιαστικός -ή -όν [στασιάζω] die een partij of factie vormt, geneigd tot partijstrijd, partijdig; adv.. στασιαστικῶς ἔχειν πρὸς αὑτούς onderling in conflict zijn met elkaar Dem. 9.21; στασιαστικῶς ἐχρῶντο τοῖς ὀστρακισμοῖς ze gebruikten ostracismen voor partijpolitieke doeleinden Aristot. Pol. 1284b22. van zaken conflict of partijstrijd aanwakkerend, opruiend, oproerig.

Middle Liddell

στᾰσιαστικός, ή, όν
seditious, factious, Plat., etc.: Adv., στασιαστικῶς ἔχειν to be factious, Dem.

English (Woodhouse)

factious, seditious, causing inflammation, facticus

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)