στρέβλη: Difference between revisions
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=strevli | |Transliteration C=strevli | ||
|Beta Code=stre/blh | |Beta Code=stre/blh | ||
|Definition=ἡ, (στρεβλός) <span class="sense"> | |Definition=ἡ, (στρεβλός) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[winch]] used in ship-building, <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>441</span> (pl.= <b class="b3">τὰ ξύλα τῶν νεῶν ἐν οἷς διασφηνοῦνται γομφούμενα</b> (sic, fort. <b class="b3">-μεναι</b>), Hsch.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> in pl., the [[twisted cords]] in a mechanical toy, the untwisting of which releases the motive power, <span class="bibl">Arist.<span class="title">MA</span>701b3</span>,<span class="bibl">9</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[clothes-press]], prob. worked by a screw, Plu.2.950a. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> part of a filter, τὸν τρυγώδη διὰ σάκκου καὶ στρέβλης ἠθεῖν οἶνον Phot. s.v. [[σακίζειν]]. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[an instrument of torture]], <span class="bibl">Plb.18.54.7</span>, <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ma.</span>7.4</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>19.1.6</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Nec.</span>14</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[torture]], λύπας, μερίμνας, ἁρπαγάς, στρέβλας, νόσους <span class="bibl">Diph.88</span>, cf.<span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>789.15</span> (ii B.C.), <span class="bibl">D.S. 13.86</span> (pl.), Phld.<span class="title">Rh.</span>1.234 S.; <b class="b3">ζημίαι καὶ σ</b>. ib.2.152 S. (pl.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:50, 31 December 2020
English (LSJ)
ἡ, (στρεβλός) A winch used in ship-building, A.Supp.441 (pl.= τὰ ξύλα τῶν νεῶν ἐν οἷς διασφηνοῦνται γομφούμενα (sic, fort. -μεναι), Hsch.). 2 in pl., the twisted cords in a mechanical toy, the untwisting of which releases the motive power, Arist.MA701b3,9. 3 clothes-press, prob. worked by a screw, Plu.2.950a. 4 part of a filter, τὸν τρυγώδη διὰ σάκκου καὶ στρέβλης ἠθεῖν οἶνον Phot. s.v. σακίζειν. II an instrument of torture, Plb.18.54.7, LXX 4 Ma.7.4, J.AJ19.1.6, Luc.Nec.14, etc. 2 torture, λύπας, μερίμνας, ἁρπαγάς, στρέβλας, νόσους Diph.88, cf.PTeb.789.15 (ii B.C.), D.S. 13.86 (pl.), Phld.Rh.1.234 S.; ζημίαι καὶ σ. ib.2.152 S. (pl.).
German (Pape)
[Seite 952] ἡ, eigtl. fem. von στρεβλός, ein Werkzeug zum Drchen, Winde, Rolle, Walze; σκάφος στρέβλαισιν ναυτικαῖσιν ὡς προσηγμένον, Aesch. Suppl. 436; Plut. prim. frig. 13. – Bes. ein Fol.erwerkzeug, Sp., wie Pol. 18, 37, 7.
Greek (Liddell-Scott)
στρέβλη: ἡ, (στρεβλός) ὄργανον πρὸς συστροφὴν ἢ περιαγωγήν, στροφεῖον, ὄνος, «μάγγανον», «ἀργάτης», Ἀριστ. π. Ζ. Κινήσ. 7, 7 κἑξ.· τοιαῦτα δέ τινα μηχανήματα θὰ ἦσαν καὶ αἱ στρέβλαι ναυτικαὶ παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἱκ. 441· - κοχλίας, Πλούτ. 2. 950Α. ΙΙ. ὄργανον βασανιστήριον, Πολύβ. 18. 37, 7, Ἰωσήπ. Μακκ. 7, 4, Λουκ., Ἡσύχ., κλπ. 2) μεταφορ., βάσανος, λύπας, μερίμνας, ἁρπαγάς, στρέβλας, νόσους Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 5.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 machine pour enlever des fardeaux, cabestan;
2 machine pour presser;
3 instrument de torture.
Étymologie: στρεβλός.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
1. όργανο κατάλληλο για περιστροφή, στροφείο, μάγγανο
2. όργανο βασανισμού το οποίο χρησιμοποιούσαν για τη στρέβλωση τών άκρων τών καταδίκων («οἰκέτῃ κακούργῳ στρέβλαι καὶ βάσανοι», ΠΔ)
αρχ.
1. τροχαλία χρήσιμη για την κατασκευή πλοίων
2. είδος υφάσματος κατασκευασμένου, πιθανώς, με τη χρήση στροφείου
3. ελικοειδές τμήμα διϋλιστήρα
4. στον πληθ. αἱ στρέβλαι
περιεστραμμένα σχοινιά μηχανής με την εκτύλιξη τών οποίων προκαλείται η κίνηση
5. μτφ. λύπη, βάσανο («λύπας, μερίμνας, ἁρπαγάς, στρέβλας», Δίφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ουσιαστικός τ. του στρεβλός].
Russian (Dvoretsky)
στρέβλη: ἡ
1) каток, валик: σκάφος στρέβλαισι προσηγμένον Aesch. на катках спущенное (на воду) судно;
2) ворот, лебедка Arst.;
3) винтовой пресс Plut.;
4) орудие пытки, дыба (στρέβλαι καὶ μάστιγες Polyb.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρέβλη -ης, ἡ [~ στρεβλός] lier, katrol (hijswerktuig, bestaande uit een as waarom een touw of kabel gerold wordt). pijnbank.