στροφείο

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source

Greek Monolingual

το / στροφεῖον, ΝΑ
(στο αρχ. θέατρο) μηχανισμός με τον οποίο πραγματοποιούνταν η εμφάνιση τών υποκριτών σε διαφορετική θέση αλλά και η εξαφάνισή τους, ή, κατά τον Πολυδεύκη, χρησιμοποιούνταν για την εμφάνιση ηρώων, ζώντων ή νεκρών, στον αιθέρα ή στη θάλασσα
νεοελλ.
1. εργαλείο τών κατασκευαστών σχοινιών με το οποίο στρέφονται τα κλώσματα σχοινιού, η σβίγα
2. εργαλείο με το οποίο τίθεται κάτι σε περιστροφική κίνηση, μανιβέλα
3. (αερον.) σύστημα που αποτελείται από την πλήμνη και τις στρεφόμενες επιφάνειες και με το οποίο εξασφαλίζεται η μετεώριση τών στροφοπτέρων, λ.χ. τών ελικοπτέρων
4. (ηλεκτρολ.) το στρεφόμενο μέρος ηλεκτρικής μηχανής ή συσκευής, όπως είναι λ.χ. ο στρεφόμενος οπλισμός τών ηλεκτροκινητήρων ή τών γεννητριών ή οι στρεφόμενες πλάκες ενός μεταβλητού πυκνωτή, αλλ. δρομέας ή ρότορας
αρχ.
1. συνεστραμμένος βρόχος, στριμμένο σχοινί, θηλειά
2. ξύλινος κύλινδρος με μοχλό πάνω στον οποίο τυλίγονταν καλώδιο, μποζαργάτης
3. τιμητικό σήμα γυμνασιάρχου
4. μεντεσές πόρτας, στροφέας
5. στον πληθ. τὰ στροφεῖα
πιθ. φόρος που καταβάλλονταν στα λιμάνια από τους ιδιοκτήτες τών πλοίων για τη χρήση του βαρούλκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόφος ή στροφή + κατάλ. -εῖον (πρβλ. δοχείον)].