φάλκης: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=falkis
|Transliteration C=falkis
|Beta Code=fa/lkhs
|Beta Code=fa/lkhs
|Definition=ου, ὁ, part of a ship, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[rib]], acc. to <span class="bibl">Poll.1.85</span>,<span class="bibl">86</span> <b class="b3">τὸ τῇ στείρᾳ προσηλούμενον</b>. (Cf. [[ἐμφαλκόομαι]].) </span>
|Definition=ου, ὁ, part of a ship, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[rib]], acc. to <span class="bibl">Poll.1.85</span>,<span class="bibl">86</span> <b class="b3">τὸ τῇ στείρᾳ προσηλούμενον</b>. (Cf. [[ἐμφαλκόομαι]].) </span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:40, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φάλκης Medium diacritics: φάλκης Low diacritics: φάλκης Capitals: ΦΑΛΚΗΣ
Transliteration A: phálkēs Transliteration B: phalkēs Transliteration C: falkis Beta Code: fa/lkhs

English (LSJ)

ου, ὁ, part of a ship, A rib, acc. to Poll.1.85,86 τὸ τῇ στείρᾳ προσηλούμενον. (Cf. ἐμφαλκόομαι.)

German (Pape)

[Seite 1253] ὁ, auch φάλκις u. φόλκις, ὁ, ein Stück am Schiffe, nach Poll. 1, 85. 86 u. a. VLL. τὸ τῇ στείρᾳ προσηλούμενον, Planken, Balken, wahrscheinlich = φάλαγξ; vgl. Buttm. Lexil. I p. 246.

Greek (Liddell-Scott)

φάλκης: -ου, ὁ, κεκαμμένον ξύλον ἐκ τῶν πρὸς ναυπηγίαν χρησίμων, πλευρά, κατὰ τὸν Πολυδ., τὸ τῇ στείρᾳ προσηλούμενον, τούτου δὲ τὸ ἐσωτερικὸν μέρος ἐκαλεῖτο ἐφολκὶς ἢ ῥινωτηρία.
(Πρβλ. ἐμφαλκόω, φόλκος· Λατ. falx, καὶ ἴσως falcio, falco· τὸ Ἀρχ. Γερμ. balco (balk) ἔπρεπε κατὰ τὸν κανόνα νὰ ἦτο balbo ἢ balgo).

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
ναυτ. το σύνολο τών τεμαχίων τα οποία ενώνονται μεταξύ τους και μαζί με την στείρα σχηματίζουν το προεξέχον τμήμα της πλώρης τών ιστιοφόρων σκαφών και μερικών ατμοπλοίων το οποίο σχίζει το νερό κατά τον πλου, κν. ταλιαμάς
αρχ.
1. ναυτ. ξύλο καρφωμένο στην τρόπιδα του πλοίου
2. ως κύριο όν. ό Φάλκης
Ηρακλείδης, βασιλιάς της Σπάρτης, γιος του Τημένου, αδελφός της Υρνηθούς, του Κείσου, του Κερύνη και του Αργαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Έχουν προταθεί οι συνδέσεις του τ. με την λ. φάλαγξ ή με τα λατ. falx «δρεπάνι» και flecto «κάμπτω, λυγίζω»].

Frisk Etymology German

φάλκης: {phálkēs}
Grammar: m.
Meaning: Ben. eines Schiffsteils, nach Poll. 1, 85 f. = τὸ τῇ σπείρᾳ προσηλούμενον, ἀφ’ οὗ ἡ δευτέρα τρόπις, gewöhnlich als Balken, Planke, Schiffsrippe erklärt.
Etymology : Technisches Wort, wegen der nicht näher feststellbaren Bed. ohne sichere Etymologie. Für Verbindung mit φάλαγξ Prellwitz s.v. (zustimmend u.a. WP. 2, 181 und W.-Hofmann s. fulciō); nach anderen (Curtius, Brugmann; s. Bq) zu lat. falx, flectō. Zum letzteren vielleicht ἐμφαλκωμένοις· περιπεπλεγμένοις Suid. —Unklar bleibt auch φάλκη· ὁ τῆς κόμης αὐχμός, ἢ νυκτερίς H. In der ersten Bed. zu πάλκος (Schmidt ad loc.; s. πηλός) ? Zu den verschiedenen Namen der Fledermaus Schwentner KZ 71, 95f.
Page 2,986-987