φαιοχίτων: Difference between revisions
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=faiochiton | |Transliteration C=faiochiton | ||
|Beta Code=faioxi/twn | |Beta Code=faioxi/twn | ||
|Definition=[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, <span class="sense"> | |Definition=[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[dark-robed]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>1049</span> (where the second syll. is apparently long metri causa).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:05, 31 December 2020
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, A dark-robed, A.Ch.1049 (where the second syll. is apparently long metri causa).
German (Pape)
[Seite 1252] ωνος, grau, schwärzlich gekleidet, Aesch. Ch. 1045; φαιωχίτων u. φαιοκχίτων ist f. L., aber ο ist lang gebraucht.
Greek (Liddell-Scott)
φαιοχίτων: [ῐ] -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φαιόν, τεφρόχουν χιτῶνα, Αἰσχύλ. Χο. 1049, ἔνθα ἡ δευτέρα συλλαβὴ εἶναι μακρὰ ἐν ἄρσει ὥστε οὐδεμία ἀνάγκη ὑπάρχει τῆς γραφῆς φαιοκχίτων· ἴδε Χχ ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
vêtu d’une robe sombre.
Étymologie: φαιός, χιτών.
Greek Monolingual
-ωνος, ο, η, ΝΑ, και φαιοχίτωνας, ο, Ν
αυτός που φορεί φαιόχρωμο χιτώνα
νεοελλ.
(το αρσ. στον πληθ.) οι φαιοχίτωνες
τα μέλη του γερμανικού ναζιστικού κόμματος του Χίτλερ, που ονομάστηκαν έτσι από το χρώμα της στολής τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιός + -χίτων (< χιτών, -ῶνος), πρβλ. ξανθο-χίτων).
Greek Monotonic
φαιοχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φορά χιτώνα με χρώμα σταχτί, σε Αισχύλ. (δεύτερη συλλ. μακρά, σαν να ήταν φαιοκχίτων, βλ. Χ, χ).
Russian (Dvoretsky)
φαιοχίτων: ωνος (ῐ) adj. одетый в темное платье (Γοργόνες Aesch.).
Middle Liddell
φαῐο-χίτων, ωνος, ὁ, ἡ,
dark-robed, Aesch. second syll. long, quasi φαιοκχίτων; v. X χ fin.]