ἀλεκτοροφωνία: Difference between revisions
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=alektorofonia | |Transliteration C=alektorofonia | ||
|Beta Code=a)lektorofwni/a | |Beta Code=a)lektorofwni/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[cock-crow]], i.e. third watch of night, <span class="bibl">Str.7</span> <span class="title">Fr.</span>35, <span class="bibl"><span class="title">Ev.Marc.</span>13.35</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:10, 31 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A cock-crow, i.e. third watch of night, Str.7 Fr.35, Ev.Marc.13.35.
German (Pape)
[Seite 92] ἡ, Hahnenschrei, Aesop. u. N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεκτοροφωνία: ἡ, ἡ ὥρα καθ’ ἣν φωνεῖ ὁ ἀλέκτωρ, δηλ. ἡ τρίτη φυλακὴ τῆς νυκτός, Στράβ. Ζ΄, 35, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιγ΄, 35, Αἴσωπ. καὶ Βυζ. συγγραφ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
chant du coq.
Étymologie: ἀλέκτωρ, φωνή.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
canto del gallode la tercera vigilia de la noche, Str.7.fr.35, Aesop.55, Eu.Marc.13.35, Gloss.70D.
•crist., como indicación del fin del ayuno pascual Const.App.5.18.2, 19.3, 7.31.5, 8.34.1.
English (Strong)
from ἀλέκτωρ and φωνή; cock-crow, i.e. the third night-watch: cockcrowing.
English (Thayer)
(ας, ἡ (ἀλέκτωρ and φωνή (Winer s Grammar, 25)), the crowing of a cock, cock-crowing: Aesop fab. 79 (44). Used of the third watch of the night: Winer s RWB under the word Nachtwachen; B. D. under the word <TOPIC:Watches of Night>; Alex's Kitto under the word Cock-crowing; Wetstein (1752) on Sophocles Lexicon, under the word) Strabo 7, fragment 35, p. 83,24; Origen i., 825b.; Apostolic Constitutions 5,18; 5,19; 8,34).)
Greek Monolingual
ἀλεκτοροφωνία, η (AM)
1. φωνή, λάλημα κόκορα
2. το χρονικό διάστημα από τα μεσάνυχτα μέχρι τα χαράματα, οπότε λαλούν οι πετεινοί (για τους αρχαίους η τρίτη «φυλακή» της νύχτας).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλέκτωρ -ορος + -φωνία < -φωνος < φωνή.
Greek Monotonic
ἀλεκτοροφωνία: ἡ, (ἀλέκτωρ, φωνή), κράξιμο κόκκορα, δηλ. η τρίτη βάρδια της νύχτας, σε Αίσωπ., Κ.Δ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλεκτοροφωνία: ἡ пение петухов Aesop., NT.
Middle Liddell
ἀλέκτωρ, φωνή
cock-crow, i.e. the third watch of the night, Aesop., NTest.
Chinese
原文音譯:¢lektorofwn⋯a 阿-累克拖羅-賀你阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:不-放置-聲音(著)
字義溯源:雞啼,雞叫;由(ἀλέκτωρ)=公雞)與(φωνή)*=聲音)組成;而 (ἀλέκτωρ)出自(ἀλέκτωρ)X*=抵擋)。馬可福音描寫雞叫,既用(1) (ἀλεκτοροφωνία)=雞叫;也用(2) (ἀλέκτωρ)+ (φωνέω / ἐμφωνέω)=雞+叫
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 雞叫(1) 可13:35