ἀνίατος: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aniatos | |Transliteration C=aniatos | ||
|Beta Code=a)ni/atos | |Beta Code=a)ni/atos | ||
|Definition=<b class="b3">[ῑ</b>], Ion. ἀν-ίητος, ον, <span class="sense"> | |Definition=<b class="b3">[ῑ</b>], Ion. ἀν-ίητος, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[incurable]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>7.87</span>; <b class="b3">ἕλκος, τραῦμα</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>877a</span>, <span class="bibl">878c</span>: also in moral sense, [[πράγματα]] ib.<span class="bibl">660c</span>; ἀ. καὶ ἀνήκεστα κακά <span class="bibl">Aeschin.3.156</span>; ἀνελευθερία ἀ. ἐστιν <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1121b13</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of persons, [[incurable]], [[incorrigible]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>410a</span>, <span class="bibl"><span class="title">Grg.</span>526b</span>; ἀ. κατὰ τὴν μοχθηρίαν <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1165b18</span>, al. Adv. <b class="b3">ἀνιάτως, ἔχειν</b> to be [[incurable]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>113e</span>, <span class="bibl">D.18.324</span>; οἱ ἀ. κακοί <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1137a29</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Act., <b class="b3">ἀ. μετάνοια</b> [[unavailing]] repentance, <span class="bibl">Antipho 2.4.12</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:51, 31 December 2020
English (LSJ)
[ῑ], Ion. ἀν-ίητος, ον, A incurable, Hp.Aph.7.87; ἕλκος, τραῦμα, Pl.Lg.877a, 878c: also in moral sense, πράγματα ib.660c; ἀ. καὶ ἀνήκεστα κακά Aeschin.3.156; ἀνελευθερία ἀ. ἐστιν Arist.EN1121b13. 2 of persons, incurable, incorrigible, Pl.R.410a, Grg.526b; ἀ. κατὰ τὴν μοχθηρίαν Arist.EN1165b18, al. Adv. ἀνιάτως, ἔχειν to be incurable, Pl.Phd.113e, D.18.324; οἱ ἀ. κακοί Arist.EN1137a29. II Act., ἀ. μετάνοια unavailing repentance, Antipho 2.4.12.
German (Pape)
[Seite 236] unheilbar, ἕλκος, τραῦμα, Plat. Legg. 877 a 878 c; von Menschen, Gorg. 526 b u. sonst; ἀνιάτως ἔχειν Phaed. 113 e; Dion. Hal. 7, 48.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνίᾱτος: Ἰων. -ίητος, ον, ὁ μὴ ἰατός, ἀνιάτρευτος, Ἱππ. Ἀφ. 1262· ἕλκος, τραῦμα Πλάτ. Νόμ. 877Α, 878C· ὡσαύτως ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, πράγματα αὐτόθι 660C· ἀν. καὶ ἀνήκεστα κακὰ Αἰσχίν. 75. 42· ἀνελευθερία ἀν. ἐστιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 37. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀδιόρθωτος. Πλάτ. Πολ. 410Α, Γοργ. 526Β· ἀν. διὰ μοχθηρίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 3, 3, καὶ ἀλλαχοῦ: οὕτως ἐπίρρ., ἀνιάτως, οἱ δ’ ἂν δόξωσιν ἀνιάτως ἔχειν διὰ τὰ μεγέθη τῶν ἁμαρτημάτων Πλάτ. Φαίδων 113Ε, Δημ. 332. 21· οἱ ἀν. κακοὶ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5, 9, 17. II. ἐνεργ., ἀν. μετάνοια, ἀνωφελής, ματαία, πρὸς οὐδὲν ἰσχύουσα, Ἀντιφῶν 120. 29.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 incurable;
2 qui ne remédie à rien.
Étymologie: ἀνά, ἰάομαι.
English (Slater)
ἀνίατος
1 incurable ]ἀνίατον εἰ[ fr. 260. 3.
Spanish (DGE)
(ἀνίᾱτος) -ον
• Alolema(s): jón. ἀνίητος Hp.Aph.7.87
• Grafía: graf. ἀνίαστος Hsch.s.u. ἀνήκεστον
• Prosodia: [-ῑ-]
I 1de enfermedades no curable, incurable ὅσα δὲ πῦρ οὐκ ἰῆται, ταῦτα χρὴ νομίζειν ἀνίατα cuantas (enfermedades) no cura el fuego, a ésas es preciso considerarlas incurables Hp.l.c., νόσος Ph.2.301, de heridas ἕλκος Pl.Lg.877a, τραῦμα Pl.Lg.878c, de la picadura de una serpiente, Arist.HA 607a23, LXX De.32.33
•de males en gener. πενία X.Ep.4, ἀνελευθερία Arist.EN 1121b13, ἀπώλεια LXX Pr.6.15, ἁμαρτία Herm.Mand.5.2.4, cf. Gorg.B 11a.34
•irremediable πᾶρος Alc.10.4, πράγματα Pl.Lg.660c, cf. D.25.95, κακά Aeschin.3.156, τὰ ἀ. τῶν ἁμαρτημάτων Ph.1.633
•implacable ἡμέρα κυρίου ἀνίατος ἔρχεται LXX Is.13.9, cf. 14.6
•no curado τὸ ἐξάρθρημα ... ἀνίατον Gal.10.220
•subst. τὸ ἀ. carácter incurable τοῦ πράγματος Apollon.Cit.3.26.
2 de pers. incurable, incorregible Pl.R.410a, κατὰ μοχθηρίαν Arist.EN 1165b18, cf. Pl.Grg.526b.
II sent. act. ἀ. μετάνοια arrepentimiento inútil Antipho 2.4.12.
III adv.
1 neutr. plu. como adv. sin curación, sin remedio ἀνίατα μετ' ὀδύνης καρδίας ὑμῶν ἀπορουμένης LXX Ie.8.18.
2 -ως, ἀ. ἔχειν ser incurable, incorregible Pl.Phd.113e, cf. D.18.324, οἱ ἀ. κακοί Arist.EN 1137a29.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνίατος, -ον) ιατός
αυτός που δεν μπορεί να θεραπευθεί, αθεράπευτος, αγιάτρευτος (αποδίδεται και σε αρρώστιες, «ανίατος νόσος», και σε αρρώστους, «άσυλο ανιάτων»)
αρχ.
1. (μτφ. με ηθική σημασία) αδιόρθωτος, αυτός που δεν επιδέχεται βελτίωση («ἀνίατος διὰ μοχθηρίαν»
Αριστοτέλης)
2. (με ενεργητική σημασία) αυτός που δεν μπορεί να θεραπεύσει, ο ανώφελος, ο μάταιος («ανίατος μετάνοια»
Αντιφών).
Greek Monotonic
ἀνίᾱτος: [ῖ] Ιων. -ίητος, -ον (ἀν- στερητικό και ἰατός),
1. αθεράπευτος, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. λέγεται για πρόσωπα, αδιόρθωτος, στον ίδ.· ἀνιάτως ἔχειν, είναι ανίατο, αθεράπευτο, αγιάτρευτο, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνίᾱτος: (ῑ)
1) неизлечимый (ἕλκος Plat.; νόσημα, ἔρως Plut.);
2) неисправимый (πολίτης Plat.; κακοί Arst.);
3) непоправимый (πράγματα Plat.; κακά Aeschin.);
4) смертельный (φάρμακον Plut.).
Middle Liddell
[α privat.,., ἰατός
1. incurable, Plat., etc.
2. of persons, incorrigible, Plat.; ἀνιάτως ἔχειν to be incurable, Plat.