ἄσπαρτος: Difference between revisions
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aspartos | |Transliteration C=aspartos | ||
|Beta Code=a)/spartos | |Beta Code=a)/spartos | ||
|Definition=ον, of land, <span class="sense"> | |Definition=ον, of land, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[unsown]], [[untilled]], <span class="bibl">Od.9.123</span>; but <b class="b3">ἡ ἄ</b>. the [[sea]], <span class="bibl">Lib.<span class="title">Eth.</span>24.4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of plants, [[not sown]], [[growing wild]], <span class="bibl">Od.9.109</span>, Numen. ap. <span class="bibl">Ath.9.371b</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 00:25, 1 January 2021
English (LSJ)
ον, of land, A unsown, untilled, Od.9.123; but ἡ ἄ. the sea, Lib.Eth.24.4. 2 of plants, not sown, growing wild, Od.9.109, Numen. ap. Ath.9.371b.
German (Pape)
[Seite 373] unbesäet, ἄσπαρτος καὶ ἀνήροτος, νῆσος, Od. 9, 123; ungesäet, τά γ' ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα πάντα φύονται ibid. 109; Numen. Ath. IX, 371 b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non ensemencé;
2 non semé, non planté, qui pousse sans culture.
Étymologie: ἀ, σπαρτός.
English (Autenrieth)
(σπείρω): unsown, Od. 9.109 and 123.
Spanish (DGE)
-ον sin cuerdas ἄ. χαμεύνη Did.CP 14.30a.
-ον
1 no sembrado de la tierra inculto de la isla de los Cíclopes ἀ. καὶ ἀνήροτος Od.9.123, γαῖα Orac.Sib.3.6.47
•subst. τὸ ἄσπαρτον la (tierra) no sembrada Plot.2.4.16
•ἡ ἄ. la (región) no sembrada, e.d. el mar Lib.Eth.24.4
•de plantas silvestre πυροὶ καὶ κριθαὶ ἠδ' ἄμπελοι Od.9.109, cf. Numen.Her.SHell.582.
2 en lit. crist. del nacimiento de Cristo que no procede de fecundación τὰς ἀσπάρτους δὲ καὶ ἀλοχεύτους ... ὠδῖνας Thdt.Qu.in De.42
•fig. de pueblos carente de siembra e.d. no evangelizado ἀνήροτον μὲν καὶ ἄσπαρτον τῶν Γαλατῶν τὸ γένος Thdt.M.82.460B.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄσπαρτος, -ον) σπείρω
(για αγρό) εκείνος στον οποίο δεν έχουν σπείρει τίποτε
νεοελλ.
1. (για σπόρους δημητριακών, οσπρίων κ.λπ.) αυτός τον οποίο δεν έχουν σπείρει ακόμη («άσπαρτα φασόλια»)
2. το ουδ. ως ουσ. άσπαρτο, το
το φυτό ερύγγιο το πεδινό, το βοτάνι της αγάπης, το μοσκάγκαθο
αρχ.-μσν.
1. αυτός που δεν αναπαράγεται με σπορά, ο αυτοφυής
2. αποδίδεται στην παρθενική γέννηση του Χριστού («τὰς ἀσπάρτους ὠδίνας»)
3. α) ο ακαλλιέργητος, ο βάρβαρος
β) μτφ. αυτός που δεν έχει δεχθεί τον σπόρο της διδασκαλίας του Ευαγγελίου («ἄσπαρτον γένος»).
Greek Monotonic
ἄσπαρτος: -ον (σπείρω)·
1. λέγεται για τη γη, άσπαρτος, ακαλλιέργητος, σε Ομήρ. Οδ.
2. λέγεται για φυτά, αυτός που δεν σπέρνεται, αυτός που φυτρώνει μόνος του, αυτοφυής, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἄσπαρτος:
1) незасеянный, т. е. невозделанный (sc. γῆ Hom.);
2) несеянный, т. е. дикорастущий (sc. φυτά Hom.).
Middle Liddell
σπείρω
1. of land, unsown, untilled, Od.
2. of plants, not sown, growing wild, Od.