ὑπεξαίρω: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypeksairo | |Transliteration C=ypeksairo | ||
|Beta Code=u(pecai/rw | |Beta Code=u(pecai/rw | ||
|Definition=<span class="sense"> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[subtract]], Hero <b class="b2">*Geom</b>.10.4, al. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Pass., to [[be elated]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">VV</span>1251b19</span> (nisi leg. [[ὑπεραίρεσθαι]]).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:55, 1 January 2021
English (LSJ)
A subtract, Hero *Geom.10.4, al. 2 Pass., to be elated, Arist.VV1251b19 (nisi leg. ὑπεραίρεσθαι).
German (Pape)
[Seite 1187] (s. αἴρω), von unten od. allmälig heben, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεξαίρω: ὑπεξαείρω, Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. ταῦρος. - Παθ., ἐξυψοῦμαι, Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. κ. Κακ. 7, 5 (ἂν μὴ ἀναγνωστέον ὑπεραίρεσθαι).
Greek Monolingual
ὑπεξαιρῶ, -έω, ΝΑ ἐξαιρῶ
(στην αρχ. το μέσ. ὑπεξαιροῦμαι, -έομαι) αφαιρώ, οικειοποιούμαι ξένο πράγμα το οποίο μού εμπιστεύθηκαν για φύλαξη (α. «υπεξαίρεσε πολλά χρήματα από την υπηρεσία του» β. «ὑπὲκ μήλων αἱρεύμενοι», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. βγάζω από μέσα, αφαιρώ κρυφά («παλίρρυτον γὰρ αἷμ' ὑπεξαιροῡσι τῶν κτανόντων οἱ πάλαι θανόντες», Σοφ.)
2. καταστρέφω κρυφά ή σταδιακά
3. απαλλάσσω κάποιον από κάτι
4. (ρητ.) πραγματεύομαι κάτι ως εξαιρετικό και ιδιαίτερο
5. μετριάζω
6. μέσ. α) εξαιρώ, αποκλείω («κατηγορήσειν... ἕνα ὑπεξελόμενος δι' οἰκειότητα», Πλούτ.)
β) διατηρώ, βάζω κατά μέρος, εξασφαλίζω («ὡς ἄρ' ὑμεῑς τῶν ἰδίων τι κτημάτων ὑπεξαιρούμενοι», Δημοσθ.)
7. παθ. εξαφανίζομαι
8. φρ. «ὑπεξαιρῶ πρόφασιν» — κάνω εξαίρεση (Θεόπομπ.).
Α
1. ανυψώνω λίγο ή κρυφά
2. παθ. ὑπεξαίρομαι
ενθουσιάζομαι, συναρπάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐξαίρω «σηκώνω πάνω, ανυψώνω»].
Russian (Dvoretsky)
ὑπεξαίρω: приподнимать, med.-pass. вздыматься Arst.