θαρσύνω: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b class="b2"> ([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to " $1")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1187.png Seite 1187]] ion. u. altatt., seit Plat. [[θαῤῥύνω]], erm<b class="b2"> uthigen</b>, dreist machen, μύθῳ Il. 10, 190, τοὺς [[μάλα]] θαρσύνεσκε παριστάμενος ἐπέεσσιν 4, 233, öfter; οὔ σε βουλόμεσθα, μῆτερ, οὔτ' [[ἄγαν]] φοβεῖν λόγοις, [[οὔτε]] θαρσύνειν Aesch. Pers. 212; λόγοισι θαρσύνοντες Eur. Phoen. 1255; Her. 2, 141; θαῤῥύνειν τοὺς ἑπομένους καὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ Xen. Cyr. 6, 3, 27; Sp., wie Plut. Aemil. Paul. 16. – Intrans., = [[θαῤῥέω]], bei Soph., ἀλλ' ὦ [[φίλη]] θάρσυνε El. 904.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1187.png Seite 1187]] ion. u. altatt., seit Plat. [[θαῤῥύνω]], erm [[uthigen]], dreist machen, μύθῳ Il. 10, 190, τοὺς [[μάλα]] θαρσύνεσκε παριστάμενος ἐπέεσσιν 4, 233, öfter; οὔ σε βουλόμεσθα, μῆτερ, οὔτ' [[ἄγαν]] φοβεῖν λόγοις, [[οὔτε]] θαρσύνειν Aesch. Pers. 212; λόγοισι θαρσύνοντες Eur. Phoen. 1255; Her. 2, 141; θαῤῥύνειν τοὺς ἑπομένους καὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ Xen. Cyr. 6, 3, 27; Sp., wie Plut. Aemil. Paul. 16. – Intrans., = [[θαῤῥέω]], bei Soph., ἀλλ' ὦ [[φίλη]] θάρσυνε El. 904.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:00, 6 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαρσύνω Medium diacritics: θαρσύνω Low diacritics: θαρσύνω Capitals: ΘΑΡΣΥΝΩ
Transliteration A: tharsýnō Transliteration B: tharsynō Transliteration C: tharsyno Beta Code: qarsu/nw

English (LSJ)

[ῡ], Att. θαρρύνω, causal of θαρσέω, A encourage, embolden, θάρσυνον (aor. imper.) δέ οἱ ἦτορ Il.16.242; θαρσύνεσκε παριστάμενος ἐπέεσσιν 4.233; θ. μύθῳ 10.190; θ. λόγοις, opp. φοβεῖν, A.Pers.216 (troch.); ἔργῳ καὶ λόγῳ X.Cyr.6.3.27, cf.Hdt.2.141, Th.2.59, etc. II intr.,= θαρσέω, ἀλλ', ὦ φίλη, θάρσυνε S.El.916.—Cf. θρασύνω.

German (Pape)

[Seite 1187] ion. u. altatt., seit Plat. θαῤῥύνω, erm uthigen, dreist machen, μύθῳ Il. 10, 190, τοὺς μάλα θαρσύνεσκε παριστάμενος ἐπέεσσιν 4, 233, öfter; οὔ σε βουλόμεσθα, μῆτερ, οὔτ' ἄγαν φοβεῖν λόγοις, οὔτε θαρσύνειν Aesch. Pers. 212; λόγοισι θαρσύνοντες Eur. Phoen. 1255; Her. 2, 141; θαῤῥύνειν τοὺς ἑπομένους καὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ Xen. Cyr. 6, 3, 27; Sp., wie Plut. Aemil. Paul. 16. – Intrans., = θαῤῥέω, bei Soph., ἀλλ' ὦ φίλη θάρσυνε El. 904.

Greek (Liddell-Scott)

θαρσύνω: ῡ, παρὰ νεωτ. Ἀττ. θαρρύνω, μεταβατ. τοῦ θαρσέω, ποιῶ τινα θαρρεῖν, ἐμποιῶ θάρρος, θάρσυνον (προστ. ἀορ.) δέ οι ἦτορ Ἰλ. Π. 242· θαρσύνεσκε (Ἰων. παρατ.) παριστάμενος ἐπέεσσιν Δ. 233· θάρσυνέ τε μύθῳ Κ. 190· θαρσύνας ἐπέεσσι Ὀδ. Ν. 323· θαρσ. λόγοις, ἐναντίον τοῦ φοβεῖν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 215· ἔργῳ καὶ λόγῳ Ξεν. Κύρ. 6. 3, 27· ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 2. 141, Θουκ. 2. 59, κτλ. ΙΙ. ἀμετάβ. ὡς τὸ βραδύνειν καὶ ταχύνειν = θαρσέω, ἀλλ’, ὦ φίλη, θάρσυνε Σοφ. Ἠλ. 916. - Περὶ τῆς διαφορᾶς μεταξὺ τοῦ θαρσύνω καὶ θρασύνω ἴδε ἐν λ. θράσος.

French (Bailly abrégé)

ion. et anc. att. c. θαρρύνω.

English (Autenrieth)

ipf. iter. θαρσύνεσκε, aor. θάρσῦνα: encourage.

Greek Monolingual

θαρσύνω, νεώτ. αττ. τ. θαρρύνω (Α)
1. εμπνέω θάρρος («θάρσυνον δὲ οἱ ἦτορ», Ομ. Ιλ.)
2. έχω θάρρος («ἀλλ', ὦ φίλη, θάρσυνε», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θαρσύνω προϋποθέτει την ύπαρξη αμάρτ. τ. θαρσύς, παράλληλα προς το μαρτυρ. θρασύς. (Ο τ. θαρσύς που μαρτυρείται είναι μτγν.)].

Greek Monotonic

θαρσύνω: [ῡ], Αττ. θαρρύνω, μτβ. του θαρσέω, ενθαρρύνω, χαροποιώ, ενθουσιάζω· θάρσυνον (αόρ. αʹ προστ.), σε Ομήρ. Ιλ.· θαρσύνεσκε (Ιων. παρατ.), στο ίδ.· ομοίως σε Ηρόδ., Θουκ., κ.λπ.·
II. αμτβ. θάρσυνε, έχε θάρρος, τόλμη, πίστη, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

θαρσύνω: новоатт. θαρρύνω (ῡ)
1) придавать смелости, поднимать дух (τινὰ ἐπέεσσιν Hom.; ἔργῳ καὶ λόγῳ Xen.; τινά Plut.): θάρσυνον δέ οἱ ἦτορ Hom. придай ему отваги;
2) внушать уверенность или спокойствие: θαρσῦναι καὶ πρὸς τὸ ἠπιώτερον καταστῆσαι Thuc. успокоить и смягчить;
3) (= θαρσέω) быть (становиться) смелым: ὦ φίλη, θάρσυνε! Soph. мужайся или не бойся, дорогая!

Middle Liddell


I. Causal of θαρσέω, to encourage, cheer, θάρσυνον (aor1 imperat.) Il.; θαρσύνεσκε (ionic imperf.) Il.; so Hdt., Thuc., etc.
II. intr. θάρσυνε be of good courage, Soph.