γνάφω: Difference between revisions
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
(8) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=γνάφω | |||
|Medium diacritics=γνάφω | |||
|Low diacritics=γνάφω | |||
|Capitals=ΓΝΑΦΩ | |||
|Transliteration A=gnáphō | |||
|Transliteration B=gnaphō | |||
|Transliteration C=gnafo | |||
|Beta Code=gna/fw | |||
|Definition=v. [[κνάφω]]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[γνάπτω]] (AM [[γνάπτω]], Α και [[κνάπτω]], Μ και [[γνάφω]])<br /><b>1.</b> [[κατεργάζομαι]] δέρματα<br /><b>2.</b> (για [[δέρμα]] ανθρώπου) [[χτυπώ]] κάποιον ώσπου να γίνει το [[δέρμα]] του σκληρό, σαν κατεργασμένο, [[βασανίζω]] κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για νύχια) γρατζουνώ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα [[γνάπτω]] και [[κνάπτω]] ανάγονται σε IE <i>k</i><sub>ē</sub><i>n</i><i>ē</i>- <i>bh</i>- / <i>ken∂bh</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ken</i>- «[[ξύνω]], [[τρίβω]]». Ο [[δημώδης]] και [[τεχνικός]] [[χαρακτήρας]] τους δικαιολογεί και την [[τροπή]] του <i>κν</i>- σε <i>γν</i>- [[καθώς]] και την [[ποικιλία]] τών μεταπτωτικών τύπων (<b>[[πρβλ]].</b> [[κνέφαλλον]]). Το [[κνάπτω]] συνδέεται με τα [[κναίω]], <i>κνην</i>, [[κνίζω]], [[κνύω]] [[καθώς]] και με τύπους άλλων γλωσσών (<b>[[πρβλ]].</b> ουαλ. <i>cnaif</i> «[[πούπουλο]]», λιθ. <i>knabenti</i> «[[τσιμπολογώ]], [[τρώω]]»)]. | |mltxt=και [[γνάπτω]] (AM [[γνάπτω]], Α και [[κνάπτω]], Μ και [[γνάφω]])<br /><b>1.</b> [[κατεργάζομαι]] δέρματα<br /><b>2.</b> (για [[δέρμα]] ανθρώπου) [[χτυπώ]] κάποιον ώσπου να γίνει το [[δέρμα]] του σκληρό, σαν κατεργασμένο, [[βασανίζω]] κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για νύχια) γρατζουνώ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα [[γνάπτω]] και [[κνάπτω]] ανάγονται σε IE <i>k</i><sub>ē</sub><i>n</i><i>ē</i>- <i>bh</i>- / <i>ken∂bh</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ken</i>- «[[ξύνω]], [[τρίβω]]». Ο [[δημώδης]] και [[τεχνικός]] [[χαρακτήρας]] τους δικαιολογεί και την [[τροπή]] του <i>κν</i>- σε <i>γν</i>- [[καθώς]] και την [[ποικιλία]] τών μεταπτωτικών τύπων (<b>[[πρβλ]].</b> [[κνέφαλλον]]). Το [[κνάπτω]] συνδέεται με τα [[κναίω]], <i>κνην</i>, [[κνίζω]], [[κνύω]] [[καθώς]] και με τύπους άλλων γλωσσών (<b>[[πρβλ]].</b> ουαλ. <i>cnaif</i> «[[πούπουλο]]», λιθ. <i>knabenti</i> «[[τσιμπολογώ]], [[τρώω]]»)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:39, 31 January 2021
English (LSJ)
v. κνάφω.
Greek Monolingual
και γνάπτω (AM γνάπτω, Α και κνάπτω, Μ και γνάφω)
1. κατεργάζομαι δέρματα
2. (για δέρμα ανθρώπου) χτυπώ κάποιον ώσπου να γίνει το δέρμα του σκληρό, σαν κατεργασμένο, βασανίζω κάποιον
νεοελλ.
(για νύχια) γρατζουνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα γνάπτω και κνάπτω ανάγονται σε IE kēnē- bh- / ken∂bh- < ken- «ξύνω, τρίβω». Ο δημώδης και τεχνικός χαρακτήρας τους δικαιολογεί και την τροπή του κν- σε γν- καθώς και την ποικιλία τών μεταπτωτικών τύπων (πρβλ. κνέφαλλον). Το κνάπτω συνδέεται με τα κναίω, κνην, κνίζω, κνύω καθώς και με τύπους άλλων γλωσσών (πρβλ. ουαλ. cnaif «πούπουλο», λιθ. knabenti «τσιμπολογώ, τρώω»)].