καναδόκα: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (LSJ2 replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=καναδόκα
|Medium diacritics=καναδόκα
|Low diacritics=καναδόκα
|Capitals=ΚΑΝΑΔΟΚΑ
|Transliteration A=kanadóka
|Transliteration B=kanadoka
|Transliteration C=kanadoka
|Beta Code=kanado/ka
|Definition=[[Χείλη]] [[ὀϊστοῦ]] (''Laconian''), Hsch.; cf. [[κανδόχα]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καναδόκα''': «χηλὴ (χείλη κῶδ.) ὀϊστοῦ» Ἡσύχ.
|lstext='''καναδόκα''': «χηλὴ (χείλη κῶδ.) ὀϊστοῦ» Ἡσύχ.

Latest revision as of 11:03, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καναδόκα Medium diacritics: καναδόκα Low diacritics: καναδόκα Capitals: ΚΑΝΑΔΟΚΑ
Transliteration A: kanadóka Transliteration B: kanadoka Transliteration C: kanadoka Beta Code: kanado/ka

English (LSJ)

Χείλη ὀϊστοῦ (Laconian), Hsch.; cf. κανδόχα.

Greek (Liddell-Scott)

καναδόκα: «χηλὴ (χείλη κῶδ.) ὀϊστοῦ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

καναδόκα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «χείλη ὀϊστοῦ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότερη θεωρείται η άποψη ότι η λ. είναι σύνθ. < κάννα «καλάμι» + δέκομαι «δέχομαι» και δηλώνει την εγκοπή της αιχμής του βέλους που δέχεται το στέλεχος μέσα της. Στην περίπτωση αυτή, η γλώσσα του Ησυχίου θα πρέπει να διορθωθεί σε χηλή οϊστού «εγκοπή βέλους». Με τον ίδιο τρόπο ερμηνεύεται και η γλώσσα του Ησυχίου κανδόχα
κήλη ως άλλος τ. του καναδόκα, οπότε το κήλη θα πρέπει επίσης να διορθωθεί σε χηλή.