καναδόκα: Difference between revisions
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=καναδόκα | |||
|Medium diacritics=καναδόκα | |||
|Low diacritics=καναδόκα | |||
|Capitals=ΚΑΝΑΔΟΚΑ | |||
|Transliteration A=kanadóka | |||
|Transliteration B=kanadoka | |||
|Transliteration C=kanadoka | |||
|Beta Code=kanado/ka | |||
|Definition=[[Χείλη]] [[ὀϊστοῦ]] (''Laconian''), Hsch.; cf. [[κανδόχα]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καναδόκα''': «χηλὴ (χείλη κῶδ.) ὀϊστοῦ» Ἡσύχ. | |lstext='''καναδόκα''': «χηλὴ (χείλη κῶδ.) ὀϊστοῦ» Ἡσύχ. |
Latest revision as of 11:03, 31 January 2021
English (LSJ)
Χείλη ὀϊστοῦ (Laconian), Hsch.; cf. κανδόχα.
Greek (Liddell-Scott)
καναδόκα: «χηλὴ (χείλη κῶδ.) ὀϊστοῦ» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
καναδόκα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «χείλη ὀϊστοῦ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότερη θεωρείται η άποψη ότι η λ. είναι σύνθ. < κάννα «καλάμι» + δέκομαι «δέχομαι» και δηλώνει την εγκοπή της αιχμής του βέλους που δέχεται το στέλεχος μέσα της. Στην περίπτωση αυτή, η γλώσσα του Ησυχίου θα πρέπει να διορθωθεί σε χηλή οϊστού «εγκοπή βέλους». Με τον ίδιο τρόπο ερμηνεύεται και η γλώσσα του Ησυχίου κανδόχα
κήλη ως άλλος τ. του καναδόκα, οπότε το κήλη θα πρέπει επίσης να διορθωθεί σε χηλή.