ἐπάγερσις: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπάγερσις]], η (Α) [[επαγείρω]]<br />[[συγκέντρωση]], [[συνάθροιση]] στρατού [[εναντίον]] εχθρού («Ξέρξης τοῡ στρατοῡ οὕτω ἐπάγερσιν ποιέεται», <b>Ηρόδ.</b>).
|mltxt=[[ἐπάγερσις]], η (Α) [[επαγείρω]]<br />[[συγκέντρωση]], [[συνάθροιση]] στρατού [[εναντίον]] εχθρού («Ξέρξης τοῦ στρατοῡ οὕτω ἐπάγερσιν ποιέεται», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:50, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰγερσις Medium diacritics: ἐπάγερσις Low diacritics: επάγερσις Capitals: ΕΠΑΓΕΡΣΙΣ
Transliteration A: epágersis Transliteration B: epagersis Transliteration C: epagersis Beta Code: e)pa/gersis

English (LSJ)

εως, ἡ, A mustering of forces against an enemy, Εέρξης τοῦ στρατοῦ ἐ. ποιέεται Hdt.7.19.

German (Pape)

[Seite 893] ἡ, dasselbe, στρατοῦ Her. 7, 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάγερσις: -εως, ἡ, συνάθροισις στρατευμάτων ἐναντίον ἐχθροῦ, Ξέρξης τοῦ στρατοῦ ἐπ. ποιέεται Ἡρόδ. 7. 19.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de rassembler des forces contre un ennemi.
Étymologie: ἐπαγείρω.

Greek Monolingual

ἐπάγερσις, η (Α) επαγείρω
συγκέντρωση, συνάθροιση στρατού εναντίον εχθρού («Ξέρξης τοῦ στρατοῡ οὕτω ἐπάγερσιν ποιέεται», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

ἐπάγερσις: -εως, ἡ, συνάθροιση στρατιωτικών δυνάμεων, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπάγερσις: εως ἡ собирание, сбор, набор (τοῦ στρατοῦ Her.).

Middle Liddell

ἐπάγερσις, εως [from ἐπᾰγείρω]
a mustering of forces, Hdt.