προσποίημα: Difference between revisions

From LSJ

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ήματος, τὸ, Α [[προσποιοῡμαι]]<br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] παίρνει [[κανείς]] [[χωρίς]] να του ανήκει ή με ανάρμοστο τρόπο, ανάρμοστη [[ιδιοποίηση]]<br /><b>2.</b> [[απάτη]], [[εξαπάτηση]], [[προσποίηση]]<br /><b>3.</b> [[μεταμφίεση]], [[μεταμόρφωση]]<br /><b>4.</b> [[πρόσχημα]], [[πρόφαση]].
|mltxt=-ήματος, τὸ, Α [[προσποιοῦμαι]]<br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] παίρνει [[κανείς]] [[χωρίς]] να του ανήκει ή με ανάρμοστο τρόπο, ανάρμοστη [[ιδιοποίηση]]<br /><b>2.</b> [[απάτη]], [[εξαπάτηση]], [[προσποίηση]]<br /><b>3.</b> [[μεταμφίεση]], [[μεταμόρφωση]]<br /><b>4.</b> [[πρόσχημα]], [[πρόφαση]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:45, 26 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσποίημα Medium diacritics: προσποίημα Low diacritics: προσποίημα Capitals: ΠΡΟΣΠΟΙΗΜΑ
Transliteration A: prospoíēma Transliteration B: prospoiēma Transliteration C: prospoiima Beta Code: prospoi/hma

English (LSJ)

ατος, τό, A that which one takes to oneself unduly, pretence, assumption of a thing, Arist. EN1127a20; τῆς καλοκἀγαθίας, δικαιοσύνης, Heraclid.Pont. ap. Ath.14.625a, Plu.2.858f. 2 deception, illusion, Epicur.Nat.11.7. 3 disguise, ἐν π. φίλων D.H.10.13, cf. App.BC3.64.

German (Pape)

[Seite 778] τό, das, was Einer sich beilegt, das Vorgeben, Arist. Eth. 4, 7 u. Folgde; falsche Angabe, Larve, D. Hal. 10, 13; D. Sic. 1, 57; καὶ παρακάλυμμα, Plut. Popl. 3.

Greek (Liddell-Scott)

προσποίημα: τό, ὅ,τι οἰκειοποιεῖταί τις οὐ προσηκόντως, πρόφασις, ἀξίωσις, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 7, 1, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 625Α. 2) προσωπεῖον, προσποίησις, Διον. Ἁλ. 10. 13, Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 64, Πλούτ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 ce que l’on prend ou prélève pour soi;
2 affectation, faux-semblant, feinte.
Étymologie: προσποιέω.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α προσποιοῦμαι
1. οτιδήποτε παίρνει κανείς χωρίς να του ανήκει ή με ανάρμοστο τρόπο, ανάρμοστη ιδιοποίηση
2. απάτη, εξαπάτηση, προσποίηση
3. μεταμφίεση, μεταμόρφωση
4. πρόσχημα, πρόφαση.

Greek Monotonic

προσποίημα: -ατος, τό, προσποίηση, πρόφαση, αξίωση, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

προσποίημα: ατος τό притворство, симуляция (δικαιοσύνης Plut.): τῷ προσποιήματι Arst. притворно.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσποίημα -ατος, τό [προσποιέω] pretentie.

Middle Liddell

προσποίημα, ατος, τό, [from προσποιέω
a pretence, assumption, Arist.