παρορμώ: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
m (Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />παρορμῶ, -άω, ΝΜΑ [[ορμώ]]<br />[[παρακινώ]], [[προτρέπω]], [[παροξύνω]] (α. «τον παρορμά να ασχοληθεί με την [[πολιτική]]» β. «λόγοι παρορμῶντες εἰς τὸ ἀγαθόν», <b>Ξεν.</b> γ. «παρορμᾱν εἰς ἀκολασίαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω πρόθυμη [[διάθεση]], [[είμαι]] [[πρόθυμος]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>παρορμῶμαι</i><br />[[είμαι]] [[πρόθυμος]], έχω την [[τάση]] ή τη [[διάθεση]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («οἱ... ἡγεμόνες... παρωρμήθησαν ἐπὶ τὴν στρατείαν», <b>Πολ.</b>).<br /> <b>(II)</b><br />-έω, Α<br />(για [[πλοίο]]) [[είμαι]] αγκυροβολημένος [[δίπλα]] σε [[άλλο]] (α. «τῶν παρορμούντων πλοίων τὰ μὲν συνέτριψε...», <b>Διόδ.</b> Σικ.<br />β. «ἔτυχον ἐν Ῥόδῳ πειρατὰς παρορμοῡντας αὐτοῑς», <b>Ξεν.</b> Εφέσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ὁρμῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὅρμος]]), <b>πρβλ.</b> <i>προσ</i>-[[ορμώ]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />παρορμῶ, -άω, ΝΜΑ [[ορμώ]]<br />[[παρακινώ]], [[προτρέπω]], [[παροξύνω]] (α. «τον παρορμά να ασχοληθεί με την [[πολιτική]]» β. «λόγοι παρορμῶντες εἰς τὸ ἀγαθόν», <b>Ξεν.</b> γ. «παρορμᾱν εἰς ἀκολασίαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω πρόθυμη [[διάθεση]], [[είμαι]] [[πρόθυμος]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>παρορμῶμαι</i><br />[[είμαι]] [[πρόθυμος]], έχω την [[τάση]] ή τη [[διάθεση]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («οἱ... ἡγεμόνες... παρωρμήθησαν ἐπὶ τὴν στρατείαν», <b>Πολ.</b>).<br /> <b>(II)</b><br />-έω, Α<br />(για [[πλοίο]]) [[είμαι]] αγκυροβολημένος [[δίπλα]] σε [[άλλο]] (α. «τῶν παρορμούντων πλοίων τὰ μὲν συνέτριψε...», <b>Διόδ.</b> Σικ.<br />β. «ἔτυχον ἐν Ῥόδῳ πειρατὰς παρορμοῦντας αὐτοῑς», <b>Ξεν.</b> Εφέσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ὁρμῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὅρμος]]), <b>πρβλ.</b> <i>προσ</i>-[[ορμώ]]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 26 March 2021

Greek Monolingual

(I)
παρορμῶ, -άω, ΝΜΑ ορμώ
παρακινώ, προτρέπω, παροξύνω (α. «τον παρορμά να ασχοληθεί με την πολιτική» β. «λόγοι παρορμῶντες εἰς τὸ ἀγαθόν», Ξεν. γ. «παρορμᾱν εἰς ἀκολασίαν», Πλούτ.)
αρχ.
1. έχω πρόθυμη διάθεση, είμαι πρόθυμος
2. παθ. παρορμῶμαι
είμαι πρόθυμος, έχω την τάση ή τη διάθεση να κάνω κάτι («οἱ... ἡγεμόνες... παρωρμήθησαν ἐπὶ τὴν στρατείαν», Πολ.).
(II)
-έω, Α
(για πλοίο) είμαι αγκυροβολημένος δίπλα σε άλλο (α. «τῶν παρορμούντων πλοίων τὰ μὲν συνέτριψε...», Διόδ. Σικ.
β. «ἔτυχον ἐν Ῥόδῳ πειρατὰς παρορμοῦντας αὐτοῑς», Ξεν. Εφέσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὁρμῶ (< ὅρμος), πρβλ. προσ-ορμώ].