επακολουθώ: Difference between revisions

From LSJ

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source
(12)
 
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐπακολουθῶ, -έω)<br />[[ακολουθώ]] ύστερα από [[κάτι]], [[συνοδεύω]], [[ακολουθώ]] ως [[αποτέλεσμα]] («[[μετά]] τον γάμο θα επακολουθήσει [[δεξίωση]]»)<br />(αρχ. -μσν.) [[ακολουθώ]], [[συντροφεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βγαίνω]], [[πηγαίνω]] [[συντροφιά]] με κάποιον, [[συνοδεύω]]<br /><b>2.</b> [[κατανοώ]] τα λεγόμενα κάποιου, [[παρακολουθώ]] [[νοερά]]<br /><b>3.</b> [[καταδιώκω]]<br /><b>4.</b> [[υπακούω]] κάποιον, τον [[ακολουθώ]], συμμορφώνομαι («μηδ' ἐπακολουθεῑν ταῑς τῶν συμμάχων γνώμαις», Ισοκρ.)<br /><b>5.</b> [[καταγίνομαι]], [[ασχολούμαι]] με ζήλο με [[κάτι]]<br /><b>6.</b> [[επιθεωρώ]], [[επιβλέπω]]<br /><b>7.</b> [[βοηθώ]], [[συντρέχω]], [[συμπράττω]]<br /><b>8.</b> [[εξελέγχω]], [[θεωρώ]]<br /><b>9.</b> (για μέλισσες) [[υπηρετώ]], [[διακονώ]].
|mltxt=(AM ἐπακολουθῶ, -έω)<br />[[ακολουθώ]] ύστερα από [[κάτι]], [[συνοδεύω]], [[ακολουθώ]] ως [[αποτέλεσμα]] («[[μετά]] τον γάμο θα επακολουθήσει [[δεξίωση]]»)<br />(αρχ. -μσν.) [[ακολουθώ]], [[συντροφεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βγαίνω]], [[πηγαίνω]] [[συντροφιά]] με κάποιον, [[συνοδεύω]]<br /><b>2.</b> [[κατανοώ]] τα λεγόμενα κάποιου, [[παρακολουθώ]] [[νοερά]]<br /><b>3.</b> [[καταδιώκω]]<br /><b>4.</b> [[υπακούω]] κάποιον, τον [[ακολουθώ]], συμμορφώνομαι («μηδ' ἐπακολουθεῖν ταῑς τῶν συμμάχων γνώμαις», Ισοκρ.)<br /><b>5.</b> [[καταγίνομαι]], [[ασχολούμαι]] με ζήλο με [[κάτι]]<br /><b>6.</b> [[επιθεωρώ]], [[επιβλέπω]]<br /><b>7.</b> [[βοηθώ]], [[συντρέχω]], [[συμπράττω]]<br /><b>8.</b> [[εξελέγχω]], [[θεωρώ]]<br /><b>9.</b> (για μέλισσες) [[υπηρετώ]], [[διακονώ]].
}}
}}

Revision as of 20:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἐπακολουθῶ, -έω)
ακολουθώ ύστερα από κάτι, συνοδεύω, ακολουθώ ως αποτέλεσμαμετά τον γάμο θα επακολουθήσει δεξίωση»)
(αρχ. -μσν.) ακολουθώ, συντροφεύω
αρχ.
1. βγαίνω, πηγαίνω συντροφιά με κάποιον, συνοδεύω
2. κατανοώ τα λεγόμενα κάποιου, παρακολουθώ νοερά
3. καταδιώκω
4. υπακούω κάποιον, τον ακολουθώ, συμμορφώνομαι («μηδ' ἐπακολουθεῖν ταῑς τῶν συμμάχων γνώμαις», Ισοκρ.)
5. καταγίνομαι, ασχολούμαι με ζήλο με κάτι
6. επιθεωρώ, επιβλέπω
7. βοηθώ, συντρέχω, συμπράττω
8. εξελέγχω, θεωρώ
9. (για μέλισσες) υπηρετώ, διακονώ.