ἐναγκαλίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐναγκαλίζομαι]])<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] ή [[σφίγγω]] στην [[αγκαλιά]] μου, [[αγκαλιάζω]]<br /><b>2.</b> [[ενστερνίζομαι]], προσοικειώνομαι [[κάτι]], [[ακολουθώ]] με ζήλο («τὴν ὁμηρικὴν ἀσέβειαν ἐνηγκαλίσατο [[φιλοστόργως]]», Ηράκλειτ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]] κυκλικά<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> περιβάλλομαι από [[κάτι]] («τὰ νέφη... ταῑς ήλιακαῑς ἀκτῑσιν ἐναγκαλιζόμενα», Ηράκλειτ.).
|mltxt=(AM [[ἐναγκαλίζομαι]])<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] ή [[σφίγγω]] στην [[αγκαλιά]] μου, [[αγκαλιάζω]]<br /><b>2.</b> [[ενστερνίζομαι]], προσοικειώνομαι [[κάτι]], [[ακολουθώ]] με ζήλο («τὴν ὁμηρικὴν ἀσέβειαν ἐνηγκαλίσατο [[φιλοστόργως]]», Ηράκλειτ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]] κυκλικά<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> περιβάλλομαι από [[κάτι]] («τὰ νέφη... ταῖς ήλιακαῑς ἀκτῑσιν ἐναγκαλιζόμενα», Ηράκλειτ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:55, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναγκᾰλίζομαι Medium diacritics: ἐναγκαλίζομαι Low diacritics: εναγκαλίζομαι Capitals: ΕΝΑΓΚΑΛΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: enankalízomai Transliteration B: enankalizomai Transliteration C: enagkalizomai Beta Code: e)nagkali/zomai

English (LSJ)

Med., A take in one's arms, AP7.476.10 (Mel.), LXX Pr.24.48; τέκνα Plu.Cam.5, IG12(7).395.25 (Amorgos): metaph., Νεῖλος (πόλιν) . Procop.Gaz.Ep.133; of a science, Apollon. Cit.3. II Pass., to be taken in the arms, D.S.3.58.

German (Pape)

[Seite 824] med., in die Arme nehmen, umarmen, N. T., Plut. Camill. 3 u. Sp.; κόλποις τινά Hel. 109 (VII, 476). – Pass., τῶν βρεφῶν ὑπ' αὐτῆς ἐναγκαλιζομένων D. Sic. 3, 58.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναγκαλίζομαι: Μέσ., λαμβάνω εἰς τὰς ἀγκάλας μου, «ἀγκαλιάζω», Ἀνθ. Π. 7. 476, Ἑβδ. ΙΙ. παθ., λαμβάνομαι εἰς τὰς ἀγκάλας, τῶν βρεφῶν... τῶν πλείστων ὑπ’ αὐτῆς ἐναγκαλιζομένων Διόδ. 3. 58. - Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 471.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐνηγκαλιζόμην, ao. ἐνηγκαλισάμην;
prendre ou porter dans ses bras.
Étymologie: ἐν, ἀγκάλη.

Spanish (DGE)

(ἐναγκᾰλίζομαι) I 1abrazar, rodear con los brazos τὴν Χαρικλείαν Hld.10.16.2, ἐ. χερσὶν στήθη cruzar los brazos sobre el pecho LXX Pr.6.10, en v. pas. ἐναγκαλισθεὶς ὑπὸ τε Συμεῶνος καὶ Ἄννης Epiph.Const.Exp.Fid.15.3.
2 coger en brazos, abrazar τέκνα Plu.Cam.5, IG 12(7).395.25 (Amorgos), παῖδας Plu.2.492d, cf. Eu.Marc.9.36, Gr.Nyss.V.Macr.413.8, νήπιον Plu.Fr.136, en v. pas., D.S.3.58.
II fig.
1 abrazar, acoger, aceptar σε γουνοῦμαι, Γᾶ ... τὰν πανόδυρτον ἠρέμα σοῖς κόλποις ... ἐναγκάλισαι te suplico, oh Tierra, que abraces dulcemente en tu regazo a la muy llorada (difunta) AP 7.476 (Mel.), τὸ παράσημον τῆς λέξεως el sentido inexacto de la palabra D.H.Rh.10.7, τὴν Ὁμηρικὴν ἀσέβειαν las obras impías de Homero Heraclit.All.1, τὰ παθήματα Bas.Sel.Or.M.85.468A, Χριστόν Ath.Al.M.28.1000C.
2 abrazar, rodear Νεῖλος (πόλιν) ἐ. Procop.Gaz.Ep.119, en v. pas. τὰ νέφη ... ταῖς ἡλιακαῖς ἀκτῖσιν ἐναγκαλιζόμενα las nubes abrazadas por los rayos solares Heraclit.All.39.
3 de una ciencia consagrarse, dedicarse a ἀνατομήν la anatomía Apollon.Cit.23.

English (Strong)

from ἐν and a derivative of ἀγκάλη; to take in one's arms, i.e. embrace: take up in arms.

English (Thayer)

1st aorist participle ἐναγκαλισάμενος; (middle equivalent to εἰς τάς ἀγκάλας δέχομαι, to take into the arms, embrace: τινα, Meleager, in Anth. 7,476, 10; Plutarch; Alciphron, epistles 2,4; others.)

Greek Monolingual

(AM ἐναγκαλίζομαι)
1. παίρνω ή σφίγγω στην αγκαλιά μου, αγκαλιάζω
2. ενστερνίζομαι, προσοικειώνομαι κάτι, ακολουθώ με ζήλο («τὴν ὁμηρικὴν ἀσέβειαν ἐνηγκαλίσατο φιλοστόργως», Ηράκλειτ.)
αρχ.
1. περιβάλλω κυκλικά
2. μέσ. περιβάλλομαι από κάτι («τὰ νέφη... ταῖς ήλιακαῑς ἀκτῑσιν ἐναγκαλιζόμενα», Ηράκλειτ.).

Greek Monotonic

ἐναγκᾰλίζομαι: Μέσ., παίρνω στην αγκαλιά μου, αγκαλιάζω, εναγκαλίζομαι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐναγκᾰλίζομαι:
1) med. (тж. ἐ. κόλποις Anth.) брать в свои объятья, носить на руках (τὰ τέκνα τινός Plut.);
2) pass. быть носимым на руках (ὑπό τινος Diod.).

Middle Liddell


Mid. to take in one's arms, Anth.

Chinese

原文音譯:™nagkal⋯zomai 恩-昂卡利索買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在內-緊抱
字義溯源:用手臂抱住,抱著,抱起來,抱;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在)與(ἀγκάλη)=手臂)組成;而 (ἀγκάλη)出自(ἄγκιστρον)X*=彎曲)
出現次數:總共(2);可(2)
譯字彙編
1) 抱起⋯來(1) 可9:36;
2) 抱著(1) 可10:16