κινάβρα: Difference between revisions

From LSJ

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[κινάβρα]])<br /><b>1.</b> η ιδιάζουσα [[οσμή]] τών τράγων, [[τραγίλα]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) η [[μυρωδιά]] του [[ιδρώτα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[γενειάδα]] («ἀνθρωπινώτερος νῡν ἀναπέφηνας άποθέμενος σαυτοῦ τήν κινάβραν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) α) [[μικρολογία]]<br />β) τα περιττώματα<br />γ) το πυκνό [[τρίχωμα]] της αλεπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] με τον τ. [[κενέβρειος]] «[[ψόφιος]]» παραμένει αμφίβολη].
|mltxt=η (Α [[κινάβρα]])<br /><b>1.</b> η ιδιάζουσα [[οσμή]] τών τράγων, [[τραγίλα]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) η [[μυρωδιά]] του [[ιδρώτα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[γενειάδα]] («ἀνθρωπινώτερος νῦν ἀναπέφηνας άποθέμενος σαυτοῦ τήν κινάβραν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) α) [[μικρολογία]]<br />β) τα περιττώματα<br />γ) το πυκνό [[τρίχωμα]] της αλεπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] με τον τ. [[κενέβρειος]] «[[ψόφιος]]» παραμένει αμφίβολη].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:00, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐνάβρα Medium diacritics: κινάβρα Low diacritics: κινάβρα Capitals: ΚΙΝΑΒΡΑ
Transliteration A: kinábra Transliteration B: kinabra Transliteration C: kinavra Beta Code: kina/bra

English (LSJ)

ἡ, A rank smell of a he-goat, Luc.Bis Acc.10, Poll.2.77; also of men, Luc.DMar.1.5, al.; also, goatish beard, Id.DMort.10.9: metaph., = κιμβεία, Phot.

German (Pape)

[Seite 1438] ἡ, der Gestank des Bockes, Luc. bis acc. 10; der Geruch des Schweißes unter den Achseln, Eupolis bei Poll. 2, 77; eines schmutzigen Bartes, Luc. D. mort. 10, 9.

Greek (Liddell-Scott)

κῐνάβρα: ἡ, «ἡ ἐν τοῖς τράγοις δυσωδία, ὥσπερ καὶ ἡ ἐν ταῖς μασχάλαις» Πολυδ. Β΄, 77 (κοινῶς κεναύρα)· ὡσαύτως ἐπὶ τῆς πυκνῆς καὶ μεγάλης γενειάδος, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 9· κατὰ τὸ Λεξικὸν Φωτ.: «κινάβρα· μικρολογία· οἱ δὲ τὰ ἀποκαθάρματα· οἱ δὲ τὴν τῆς ἀλώπεκος σόβην»· ― ὁ Ἡσύχ. ἔχει κιναβρεύματα, τά, «κιναβρεύματα· ἀποκαθάρματα ὄζοντα».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
odeur de bouc ; odeur infecte (des aisselles).
Étymologie: DELG -.

Greek Monolingual

η (Α κινάβρα)
1. η ιδιάζουσα οσμή τών τράγων, τραγίλα
2. (για πρόσ.) η μυρωδιά του ιδρώτα
αρχ.
1. η γενειάδα («ἀνθρωπινώτερος νῦν ἀναπέφηνας άποθέμενος σαυτοῦ τήν κινάβραν», Λουκιαν.)
2. (κατά τον Φώτ.) α) μικρολογία
β) τα περιττώματα
γ) το πυκνό τρίχωμα της αλεπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με τον τ. κενέβρειος «ψόφιος» παραμένει αμφίβολη].

Greek Monotonic

κῐνάβρα: ἡ, η δυσωδία των τράγων, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

κῐνάβρα: ἡ запах козла Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κινάβρα -ας, ἡ stank van geiten. sik (van een bok).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: smell of a (he-)goat (Luc., Poll.).
Derivatives: κιναβράω smell like a goat (Ar. Pl. 294).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained. Doubts about the usual connection with κενέβρειος in Schwyzer 350. No doubt a Pre-Greek word.

Middle Liddell

κῐνάβρα, ἡ,
the rank smell of a he-goat, Luc.

Frisk Etymology German

κινάβρα: {kinábra}
Grammar: f.
Meaning: Bocksgeruch (Luk., Poll.)
Derivative: mit κιναβράω nach Bock riechen (Ar. Pl. 294).
Etymology : Unerklärt. Begründeter Zweifel an der herkömmlichen Zusammenstellung mit κενέβρειος bei Schwyzer 350.
Page 1,853