καταρρέπω: Difference between revisions

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταρρέπω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κλίνω]] [[προς]] το ένα [[μέρος]], [[γέρνω]] από τη μια [[μεριά]] («μηδαμοῡ νεύῃ μηδ' ἐπὶ πολὺ καταρρέπῃ μηδὲν αὐτῶν, ἀλλ' ἰσορροποῡν καὶ ζυγοστατούμενον διαμένῃ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω μια ορισμένη [[κλίση]], ψυχική [[διάθεση]] για [[κάτι]] («καταρρέπειν ἐπὶ τὸν μοναχὸν τρόπον», Επίκ.)<br /><b>3.</b> [[κάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] να πέσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥέπω]] «[[κλίνω]] [[προς]] μία [[κατεύθυνση]]»].
|mltxt=[[καταρρέπω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κλίνω]] [[προς]] το ένα [[μέρος]], [[γέρνω]] από τη μια [[μεριά]] («μηδαμοῡ νεύῃ μηδ' ἐπὶ πολὺ καταρρέπῃ μηδὲν αὐτῶν, ἀλλ' ἰσορροποῦν
καὶ ζυγοστατούμενον διαμένῃ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω μια ορισμένη [[κλίση]], ψυχική [[διάθεση]] για [[κάτι]] («καταρρέπειν ἐπὶ τὸν μοναχὸν τρόπον», Επίκ.)<br /><b>3.</b> [[κάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] να πέσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥέπω]] «[[κλίνω]] [[προς]] μία [[κατεύθυνση]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:15, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρρέπω Medium diacritics: καταρρέπω Low diacritics: καταρρέπω Capitals: ΚΑΤΑΡΡΕΠΩ
Transliteration A: katarrépō Transliteration B: katarrepō Transliteration C: katarrepo Beta Code: katarre/pw

English (LSJ)

A sink down or to one side, hang down, Hp.Art.43; opp. ἰσορροπέω, Plb.6.10.7: metaph., incline, fall back upon, ἐπὶ τὸν μοναχὸν τρόπον Epicur.Ep.2p.41U.; ἐπὶ τὴν αὐτὴν γνώμην OGI315.51 (Pessinus, ii B. C.). II trans., cause to incline, make to fall, τύχη γὰρ ὀρθοῖ καὶ τύχη καταρρέπει τὸν εὐτυχοῦντα τόν τε δυστυχοῦντ' ἀεί S.Ant.1158.

Greek (Liddell-Scott)

καταρρέπω: μέλλ. -ψω, κλίνω πρὸς τὸ ἓν μέρος, κυρίως ἐπὶ τῆς ζυγαριᾶς, κλίνω πρὸς τὰ κάτω, τὰ ἀκρώμια τὰ καταρρέποντα Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· ἀντίθ. τῷ ἰσορροπέω καὶ ζυγοστατοῦμαι, ἵνα μὴ νεύῃ μηδὲ ἐπὶ πολὺ καταρρέπῃ μηδὲν αὐτῶν, ἀλλ’ ἰσορροποῦν καὶ ζυγοστατούμενον ἐπὶ πολὺ διαμένῃ Πολύδ. 6. 10, 7· ἐπί τι Ἐπίκ. π. Διογ. Λ. 10. 95. ΙΙ. μεταβ. κλίνω τινὰ πρὸς τὰ κάτω, τὸν κάμω νὰ πέσῃ, καταβάλλω, ἀντίθ. τῷ ὀρθῶ τινα· τύχη γὰρ ὀρθοῖ καὶ τύχη καταρρέπει τὸν εὐτυχοῦντα τόν τε δυστυχοῦντ’ ἀεὶ Σοφ. Ἀντ. 1158· πρβλ. ἐπιρρέπω· Ζεὺς τὸ τάλαντον ἐπιρρέπει Θέογν. 157.

French (Bailly abrégé)

1 intr. incliner d’un côté;
2 tr. faire pencher, faire chanceler.
Étymologie: κατά, ῥέπω.

Greek Monolingual

καταρρέπω (Α)
1. κλίνω προς το ένα μέρος, γέρνω από τη μια μεριά («μηδαμοῡ νεύῃ μηδ' ἐπὶ πολὺ καταρρέπῃ μηδὲν αὐτῶν, ἀλλ' ἰσορροποῦν

καὶ ζυγοστατούμενον διαμένῃ», Πολ.)
2. έχω μια ορισμένη κλίση, ψυχική διάθεση για κάτι («καταρρέπειν ἐπὶ τὸν μοναχὸν τρόπον», Επίκ.)
3. κάνω κάποιον ή κάτι να πέσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ῥέπω «κλίνω προς μία κατεύθυνση»].

Greek Monotonic

καταρρέπω: μέλ. -ψω, κάνω κάτι να ρέπει προς τη μια μεριά, προς μια κατεύθυνση, κάνω να λυγίσει, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

καταρρέπω:
1) наклоняться, склоняться, опускаться Polyb., Plut., Epicur. ap. Plut.;
2) бросать вниз, низвергать (τύχη ὀρθοῖ καὶ τύχη καταρρέπει τὸν εὐτυχοῦντα τὸν δὲ δυστυχοῦντ᾽ ἀεί Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-ρρέπω neerwaarts buigen; overdr. ten val brengen:. τύχη καταρρέπει τὸν εὐτυχοῦντα het lot brengt een gelukkig mens ten val Soph. Ant. 1158.

Middle Liddell

fut. ψω
to make to incline downwards, make to fall, Soph.