πληρώ: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όω, ΝΜΑ, και [[πληρώνω]] Ν [[πλήρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[φέρνω]] σε [[πέρας]], [[εκπληρώνω]], [[ανταποκρίνομαι]] («το νέο [[κτήριο]] πληροί όλους τους όρους υγιεινής»)<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] πλήρες, [[γεμίζω]] [[κάτι]] εντελώς με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μεγαλώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμίζω]] εντελώς με [[τροφή]], [[χορταίνω]]<br /><b>2.</b> [[επανδρώνω]] [[πλοίο]] με [[ναυτικό]] [[πλήρωμα]], [[εφοδιάζω]] [[πλοίο]] με ναύτες («Συρακούσιοι πληροῦν
|mltxt=-όω, ΝΜΑ, και [[πληρώνω]] Ν [[πλήρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[φέρνω]] σε [[πέρας]], [[εκπληρώνω]], [[ανταποκρίνομαι]] («το νέο [[κτήριο]] πληροί όλους τους όρους υγιεινής»)<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] πλήρες, [[γεμίζω]] [[κάτι]] εντελώς με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μεγαλώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμίζω]] εντελώς με [[τροφή]], [[χορταίνω]]<br /><b>2.</b> [[επανδρώνω]] [[πλοίο]] με [[ναυτικό]] [[πλήρωμα]], [[εφοδιάζω]] [[πλοίο]] με ναύτες («Συρακούσιοι πληροῦνναυτικόν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ζώο) [[καθιστώ]] έγκυο, [[γονιμοποιώ]]<br /><b>4.</b> [[συμπληρώνω]], [[τελειώνω]] («οὐ πληρώσασα τοὺς [[δέκα]] μῆνας ἡ γυνὴ αὕτη τίκτει τοῦτον δὴ Δημάρητον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> (για τη [[σελήνη]]) [[είμαι]] [[ολόγιομος]], [[πανσέληνος]]<br /><b>6.</b> (σχετικά με [[βουλευτήριο]], δικαστήριο, [[εκκλησία]] του δήμου) [[απαρτίζω]] κατ' αριθμό, [[συμπληρώνω]]<br /><b>7.</b> [[εξοφλώ]] [[χρέος]], [[πληρώνω]]<br /><b>8.</b> [[είμαι]] [[πλήρης]], [[συμπληρώνω]] («ἡ δὲ ἐς Ἡλίου πόλιν ἀπὸ θαλάσσης πληροῑ ἐς τὸν ἀριθμὸν τοῦτον» — το [[μήκος]] της οδού... φθάνει εντελώς στον αριθμό αυτό, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>9.</b> [[τελειώνω]]<br /><b>10.</b> [[τηρώ]], [[εκπληρώνω]] έναν κανόνα, μια [[προφητεία]], ένα [[τυπικό]] («ἵνα πληρωθῆ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου», Μηναί.)<br /><b>11.</b> [[δωροδοκώ]], [[εξαγοράζω]]<br /><b>12.</b> <b>μέσ.</b> <i>πληροῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[εφοδιάζω]] με [[πλήρωμα]] το [[πλοίο]] μου<br /><b>13.</b> <b>παθ.</b> (για θηλυκό ζώο) καθίσταμαι [[έγκυος]], γονιμοποιούμαι<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> «πληρῶ τὰς χεῑρας» — λεγόταν για τον πιστό που προσεύχεται, προκειμένου να συγκεντρωθεί.
ναυτικόν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ζώο) [[καθιστώ]] έγκυο, [[γονιμοποιώ]]<br /><b>4.</b> [[συμπληρώνω]], [[τελειώνω]] («οὐ πληρώσασα τοὺς [[δέκα]] μῆνας ἡ γυνὴ αὕτη τίκτει τοῦτον δὴ Δημάρητον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> (για τη [[σελήνη]]) [[είμαι]] [[ολόγιομος]], [[πανσέληνος]]<br /><b>6.</b> (σχετικά με [[βουλευτήριο]], δικαστήριο, [[εκκλησία]] του δήμου) [[απαρτίζω]] κατ' αριθμό, [[συμπληρώνω]]<br /><b>7.</b> [[εξοφλώ]] [[χρέος]], [[πληρώνω]]<br /><b>8.</b> [[είμαι]] [[πλήρης]], [[συμπληρώνω]] («ἡ δὲ ἐς Ἡλίου πόλιν ἀπὸ θαλάσσης πληροῑ ἐς τὸν ἀριθμὸν τοῦτον» — το [[μήκος]] της οδού... φθάνει εντελώς στον αριθμό αυτό, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>9.</b> [[τελειώνω]]<br /><b>10.</b> [[τηρώ]], [[εκπληρώνω]] έναν κανόνα, μια [[προφητεία]], ένα [[τυπικό]] («ἵνα πληρωθῆ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου», Μηναί.)<br /><b>11.</b> [[δωροδοκώ]], [[εξαγοράζω]]<br /><b>12.</b> <b>μέσ.</b> <i>πληροῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[εφοδιάζω]] με [[πλήρωμα]] το [[πλοίο]] μου<br /><b>13.</b> <b>παθ.</b> (για θηλυκό ζώο) καθίσταμαι [[έγκυος]], γονιμοποιούμαι<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> «πληρῶ τὰς χεῑρας» — λεγόταν για τον πιστό που προσεύχεται, προκειμένου να συγκεντρωθεί.
}}
}}

Revision as of 14:40, 27 March 2021

Greek Monolingual

-όω, ΝΜΑ, και πληρώνω Ν πλήρης
νεοελλ.
μτφ. φέρνω σε πέρας, εκπληρώνω, ανταποκρίνομαι («το νέο κτήριο πληροί όλους τους όρους υγιεινής»)
νεοελλ.-αρχ.
καθιστώ κάτι πλήρες, γεμίζω κάτι εντελώς με κάτι άλλο
μσν.
μεγαλώνω
αρχ.
1. γεμίζω εντελώς με τροφή, χορταίνω
2. επανδρώνω πλοίο με ναυτικό πλήρωμα, εφοδιάζω πλοίο με ναύτες («Συρακούσιοι πληροῦνναυτικόν», Θουκ.)
3. (για ζώο) καθιστώ έγκυο, γονιμοποιώ
4. συμπληρώνω, τελειώνω («οὐ πληρώσασα τοὺς δέκα μῆνας ἡ γυνὴ αὕτη τίκτει τοῦτον δὴ Δημάρητον», Πλάτ.)
5. (για τη σελήνη) είμαι ολόγιομος, πανσέληνος
6. (σχετικά με βουλευτήριο, δικαστήριο, εκκλησία του δήμου) απαρτίζω κατ' αριθμό, συμπληρώνω
7. εξοφλώ χρέος, πληρώνω
8. είμαι πλήρης, συμπληρώνω («ἡ δὲ ἐς Ἡλίου πόλιν ἀπὸ θαλάσσης πληροῑ ἐς τὸν ἀριθμὸν τοῦτον» — το μήκος της οδού... φθάνει εντελώς στον αριθμό αυτό, Ηρόδ.)
9. τελειώνω
10. τηρώ, εκπληρώνω έναν κανόνα, μια προφητεία, ένα τυπικό («ἵνα πληρωθῆ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου», Μηναί.)
11. δωροδοκώ, εξαγοράζω
12. μέσ. πληροῦμαι, -όομαι
εφοδιάζω με πλήρωμα το πλοίο μου
13. παθ. (για θηλυκό ζώο) καθίσταμαι έγκυος, γονιμοποιούμαι
14. φρ. «πληρῶ τὰς χεῑρας» — λεγόταν για τον πιστό που προσεύχεται, προκειμένου να συγκεντρωθεί.