καθέψω: Difference between revisions
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν") |
m (Text replacement - "οῦνκ" to "οῦν κ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καθέψω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[βράζω]] [[κάτι]] καλά<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καθέψομαι</i><br />(για φυτά) ξεραίνομαι από τον ήλιο<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[υφίσταμαι]] έντονη την [[επίδραση]] της ηλιακής θερμότητας<br /><b>4.</b> [[καταπραΰνω]], [[ησυχάζω]] [[κάτι]]<br /><b>5.</b> <b>κωμ.</b> [[χωνεύω]] («[[ταχύ]] | |mltxt=[[καθέψω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[βράζω]] [[κάτι]] καλά<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καθέψομαι</i><br />(για φυτά) ξεραίνομαι από τον ήλιο<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[υφίσταμαι]] έντονη την [[επίδραση]] της ηλιακής θερμότητας<br /><b>4.</b> [[καταπραΰνω]], [[ησυχάζω]] [[κάτι]]<br /><b>5.</b> <b>κωμ.</b> [[χωνεύω]] («[[ταχύ]] γοῦν καθέψας [[τἀργύριον]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἕψω</i> «[[ψήνω]], [[βράζω]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:20, 27 March 2021
English (LSJ)
fut. -εψήσω, A boil down, in Pass., Dsc.Alex.6, Plu.2.555b; of plants, to be dried up by the sun, cj. in Thphr.HP7.5.2; of a person, ἡλίῳ -ψεῖσθαι (sic) to be broiled, swelter, Luc.Asin.25; of a river, to be softened (sweetened) by boiling, D.S.1.40: Act., -ψοντες ἑαυτούς, by hot baths, Gal.6.185. II metaph., soften, temper, joined with πραΰνειν, X.Eq.9.6. 2 digest, ἀργύριον Ar.V.795 codd. (prob. καταπέψεις).
German (Pape)
[Seite 1283] (s. ἕψω), stark kochen, auskochen, Diosc.; pass. Plut. S. N. V. 10 M.; καθεψόμενος ὑπὸ τῶν καυμάτων. ποταμ ός D. Sic. 1, 40. – Verbauen, Medic.; komisch τἀργύριον Ar. Vesp. 795. – Übertr., mildern, mäßigen, καὶ πραΰνειν τὸν ἵππον Xen. de re equ. 9, 6, wo καθεψοῦσι steht, wie Luc. as. 25 καθεψεῖσθαι.
Greek (Liddell-Scott)
καθέψω: μέλλ. καθεψήσω, βράζω τι καλῶς, Διοσκ. 6. 6. 7, Πλούτ. 2. 555Β· χωνεύω, ταχὺ γοῦν καθέψας τἀργύριον Ἀριστοφ. Σφ. 795. - Παθ., ξηραίνομαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 5, 2, Διόδ. 1. 40. ΙΙ. μεταφ., καθιστῶ ἥσυχον, συνδυαζόμενον μετὰ τοῦ πραΰνειν, Ξεν. Ἱππ. 9. 6· πρβλ. πέσσω.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. ; les autres temps se confondent avec ceux de καθεψέω;
faire bien cuire, d’où
1 dessécher;
2 digérer.
Étymologie: κατά, ἕψω.
Greek Monolingual
καθέψω (Α)
1. βράζω κάτι καλά
2. παθ. καθέψομαι
(για φυτά) ξεραίνομαι από τον ήλιο
3. (για πρόσ.) υφίσταμαι έντονη την επίδραση της ηλιακής θερμότητας
4. καταπραΰνω, ησυχάζω κάτι
5. κωμ. χωνεύω («ταχύ γοῦν καθέψας τἀργύριον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἕψω «ψήνω, βράζω»].
Greek Monotonic
καθέψω: μέλ. -εψήσω,
I. βράζω κάτι καλά, σε Αριστοφ.
II. μεταφ., απαλύνω, ησυχάζω, καταπραΰνω, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθέψω: (только praes.)
1) варить, вываривать (βοτάνην Plut.);
2) высушивать (καθεψόμενος ὑπὸ τῶν καυμάτων ὁ ποταμός Diod.);
3) переваривать (τι Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθ-έψω en καθεψέω koken:; ἡλίῳ καθεψεῖσθαι door de zon verbrand worden Luc. 39.25; overdr.. τἀργύριον geld verteren Aristoph. Ve. 795.
Middle Liddell
fut. -εψήσω
I. to boil down, Ar.
II. metaph. to soften, temper, Xen.