πρόσταγμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")
m (Text replacement - "οῦνκ" to "οῦν κ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[ποτίταγμα]] Α [[προστάσσω]]<br />το [[αποτέλεσμα]] του [[προστάζω]], [[προσταγή]] («οὐκοῦνκαὶ τοῦτο αὖ [[ἄλλο]] [[πρόσταγμα]] τοῖς φύλαξι προστάζομεν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «έχω το [[πρόσταγμα]]» <br />α) <b>στρ.</b> έχω τη [[διοίκηση]] στρατευμάτων σε επίσημη [[τελετή]]<br />β) <b>μτφ.</b> έχω την [[αρχηγία]], [[κάνω]] [[κουμάντο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διάταξη]], [[οδηγία]] («κατὰ τὸ [[πρόσταγμα]] τοῦ παιδαγωγοῡ ζῆν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εντολή]] πληρωμής ή απαλλαγής, [[ένταλμα]]<br /><b>3.</b> αυτοκρατορικό [[έδικτο]], [[διάταγμα]]<br /><b>4.</b> <b>πιθ.</b> (ως [[διαίρεση]] του στρατού) στρατιωτική [[διοίκηση]]<br /><b>5.</b> <b>(φιλοσ.)</b> [[αρχή]], [[ηθικός]] [[κανόνας]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐκ προστάγματος» και «κατὰ [[πρόσταγμα]]» — [[κατόπιν]] διαταγής, ύστερα από [[προσταγή]].
|mltxt=το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[ποτίταγμα]] Α [[προστάσσω]]<br />το [[αποτέλεσμα]] του [[προστάζω]], [[προσταγή]] («οὐκοῦν καὶ τοῦτο αὖ [[ἄλλο]] [[πρόσταγμα]] τοῖς φύλαξι προστάζομεν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «έχω το [[πρόσταγμα]]» <br />α) <b>στρ.</b> έχω τη [[διοίκηση]] στρατευμάτων σε επίσημη [[τελετή]]<br />β) <b>μτφ.</b> έχω την [[αρχηγία]], [[κάνω]] [[κουμάντο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διάταξη]], [[οδηγία]] («κατὰ τὸ [[πρόσταγμα]] τοῦ παιδαγωγοῡ ζῆν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εντολή]] πληρωμής ή απαλλαγής, [[ένταλμα]]<br /><b>3.</b> αυτοκρατορικό [[έδικτο]], [[διάταγμα]]<br /><b>4.</b> <b>πιθ.</b> (ως [[διαίρεση]] του στρατού) στρατιωτική [[διοίκηση]]<br /><b>5.</b> <b>(φιλοσ.)</b> [[αρχή]], [[ηθικός]] [[κανόνας]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐκ προστάγματος» και «κατὰ [[πρόσταγμα]]» — [[κατόπιν]] διαταγής, ύστερα από [[προσταγή]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:20, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσταγμα Medium diacritics: πρόσταγμα Low diacritics: πρόσταγμα Capitals: ΠΡΟΣΤΑΓΜΑ
Transliteration A: próstagma Transliteration B: prostagma Transliteration C: prostagma Beta Code: pro/stagma

English (LSJ)

ατος, Dor. ποτίταγμα SIG569.28 (Cos, iii B.C.): τό: (προστάσσω):—A ordinance, command, Pl.R.423c, al., Isoc.4.176, etc.; ἐκ προστάγματος D.17. 16; κατὰ πρόσταγμα D.S.14.41, cf. OGI225.37 (Didyma, iii B.C.), PEnteux.6.11, al. (iii B.C.), PTeb.5.206 (ii B.C., pl.), UPZ112 i 7 (ii B.C., pl.), etc.; κατὰ τὸ π. τοῦ παιδαγωγοῦ ζῆν by his prescription, Arist.EN1119b13, cf. PCair.Zen.426.7 (iii B.C.), Ael.VH9.23; = Lat. edictum, OGI665.3 (Egypt, i A.D.), etc. 2 order to pay or deliver, PCair.Zen.8.3, 375.8 (iii B.C.). II military command, as division of the army, ὑπηρέτης προστάγματος PRein.15.30 (ii B.C.), unless an error for τάγματος.

German (Pape)

[Seite 780] τό, Anordnung, Befehl; τοῦτο ἄλλο πρόσταγμα τοῖς φύλαξι προστάξομεν, Plat. Rep. IV, 423 c, u. öfter, Isocr. 4, 176; Dem. u. Folgde, wie Pol. 1, 31, 7.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσταγμα: τό, (προστάσσω) ὡς καὶ νῦν, προσταγή, Πλάτ. Πολ. 423C κ. ἀλλ., Ἰσοκρ. 77D, κτλ.· ἐκ προστάγματος Δημ. 216. 11· κατὰ πρόσταγμα Διόδ. 14. 41, Συλλ. Ἐπιγρ. 2301, 2305· κατὰ τὸ πρ. τοῦ παιδαγωγοῦ ζῆν, κατὰ τὰς ὁδηγίας καὶ διατάξεις αὐτοῦ, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 12, 8, πρβλ. Αἰλ. Ποιητ. Ἱστ. 9. 23.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ordre, commandement.
Étymologie: προστάσσω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίταγμα Α προστάσσω
το αποτέλεσμα του προστάζω, προσταγή («οὐκοῦν καὶ τοῦτο αὖ ἄλλο πρόσταγμα τοῖς φύλαξι προστάζομεν», Πλάτ.)
νεοελλ.
φρ. «έχω το πρόσταγμα»
α) στρ. έχω τη διοίκηση στρατευμάτων σε επίσημη τελετή
β) μτφ. έχω την αρχηγία, κάνω κουμάντο
αρχ.
1. διάταξη, οδηγία («κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ παιδαγωγοῡ ζῆν», Αριστοτ.)
2. εντολή πληρωμής ή απαλλαγής, ένταλμα
3. αυτοκρατορικό έδικτο, διάταγμα
4. πιθ. (ως διαίρεση του στρατού) στρατιωτική διοίκηση
5. (φιλοσ.) αρχή, ηθικός κανόνας
6. φρ. α) «ἐκ προστάγματος» και «κατὰ πρόσταγμα» — κατόπιν διαταγής, ύστερα από προσταγή.

Greek Monotonic

πρόσταγμα: -ατος, τό (προστάσσω), προσταγή, διαταγή, σε Πλάτ. κ.λπ.· ἐκ προστάγματος, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσταγμα -ατος, τό [προστάσσω] bevel, opdracht:. κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ παιδαγωγοῦ ζῆν leven volgens het voorschrift van de pedagoog Aristot. EN 1119b14; ἐκ προστάγματος op bevel Luc. 42.18.

Russian (Dvoretsky)

πρόσταγμα: ατος τό (по)веление, приказание, предписание Isocr., Plat., Dem., Arst.

Middle Liddell

πρόσταγμα, ατος, τό, προστάσσω
an ordinance, command, Plat., etc.; ἐκ προστάγματος Dem.

English (Woodhouse)

command

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)