μεσοβασιλεία: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο") |
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[μεσοβασιλεία]])<br /><b>1.</b> το [[χρονικό]] [[διάστημα]] που μεσολαβεί [[ανάμεσα]] στον θάνατο ή την [[εκθρόνιση]] ενός βασιλιά και στην [[ενθρόνιση]] ενός άλλου («τὸ δὲ [[σχῆμα]] τοῦτο τῆς ἀρχῆς μεσοβασιλείαν Ῥωμαῖοι | |mltxt=η (Α [[μεσοβασιλεία]])<br /><b>1.</b> το [[χρονικό]] [[διάστημα]] που μεσολαβεί [[ανάμεσα]] στον θάνατο ή την [[εκθρόνιση]] ενός βασιλιά και στην [[ενθρόνιση]] ενός άλλου («τὸ δὲ [[σχῆμα]] τοῦτο τῆς ἀρχῆς μεσοβασιλείαν Ῥωμαῖοι καλοῦσιν», <b>Πλούτ.</b>)<br />2.<b>συνεκδ.</b> η κοινωνικοπολιτική [[κατάσταση]] που επικρατεί σε αυτό το [[διάστημα]]<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) μεταβατική [[κατάσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βασιλεία]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:00, 28 March 2021
English (LSJ)
ἡ, = Lat. A interregnum, Plu.Num.2, D.C.39.31.
German (Pape)
[Seite 138] ἡ, interregnum, Plut. Numa.
Greek (Liddell-Scott)
μεσοβᾰσιλεία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ χρονικὸν διάστημα καὶ ἡ διοίκησις μετὰ τὸν θάνατον ἢ τὴν ἔξωσιν βασιλέως καὶ τῆς ἐνθρονίσεως τοῦ νέου βασιλέως, Πλουτ. Νουμ. 2.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
interrègne.
Étymologie: μεσοβασιλεύς.
Greek Monolingual
η (Α μεσοβασιλεία)
1. το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στον θάνατο ή την εκθρόνιση ενός βασιλιά και στην ενθρόνιση ενός άλλου («τὸ δὲ σχῆμα τοῦτο τῆς ἀρχῆς μεσοβασιλείαν Ῥωμαῖοι καλοῦσιν», Πλούτ.)
2.συνεκδ. η κοινωνικοπολιτική κατάσταση που επικρατεί σε αυτό το διάστημα
3. (κατ' επέκτ.) μεταβατική κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + βασιλεία].
Greek Monotonic
μεσοβᾰσῐλεία: ἡ, το χρονικό διάστημα από τον θάνατο, την έκπτωση από το θρόνο ή την παραίτηση ενός βασιλιά έως την ενθρόνιση νέου, και η εν τω μεταξύ διοίκηση, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μεσοβᾰσῐλεία: ἡ (лат. interregnum) междуцарствие Plut.
Middle Liddell
μεσο-βᾰσῐλεία, ἡ,
an interregnum, Plut.