μναστήρ: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[μναστήρ]] (-ήρ, -ῆρ(α), -ῆρες, -ῆρας.) <br /> <b>a</b> [[courting]] ἄνδρας ὀλέσαις μναστῆρας suitors (O. 1.80) pro subs., [[ἔβαν]] Ἴρασα πρὸς πόλιν, Ἀνταίου | |sltr=[[μναστήρ]] (-ήρ, -ῆρ(α), -ῆρες, -ῆρας.) <br /> <b>a</b> [[courting]] ἄνδρας ὀλέσαις μναστῆρας suitors (O. 1.80) pro subs., [[ἔβαν]] Ἴρασα πρὸς πόλιν, Ἀνταίου μετὰ καλλίκομον μναστῆρες ἀγακλέα κούραν (P. 9.106) met., c. gen., ὤπασε δὲ [[Κρονίων]] πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον in [[love]] [[with]] (N. 1.16) <br /> <b>b</b> [[incentive]] [[for]], [[summons]] to c. gen. (v. E. Fraenkel, Nom. ag., I 153̆{6}) κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον, εὐκλεᾶ λαοσσόων μναστῆρ' ἀγώνων (P. 12.24) μναστὴρ στεφάνων (sc. [[ἀγών]]) fr. 20, cf. fr. 19. f. adj., [[ὅστις]] ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας εὐθρόνου μνάστειραν ἁδίσταν ὀπώραν (τὴν μνήμην ἐμποιοῦσαν τῆς Ἀφροδίτας. Σ.) (I. 2.5) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:50, 20 April 2021
English (LSJ)
μνάστειρα, μνᾶστις, v. μνηστ-. μνέα, A v. μνᾶ.
German (Pape)
[Seite 194] ὁ, u. μνάστειρα, ἡ, dor, = μνηστήρ u. μνήστειρα. Bei Hesych. auch ein Monatsname.
Greek (Liddell-Scott)
μναστήρ: ὁ, θηλ. μνάστειρα καὶ μνᾶστις, ἡ, Δωρ. ἀντὶ μνηστήρ.
English (Slater)
μναστήρ (-ήρ, -ῆρ(α), -ῆρες, -ῆρας.)
a courting ἄνδρας ὀλέσαις μναστῆρας suitors (O. 1.80) pro subs., ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν, Ἀνταίου μετὰ καλλίκομον μναστῆρες ἀγακλέα κούραν (P. 9.106) met., c. gen., ὤπασε δὲ Κρονίων πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον in love with (N. 1.16)
b incentive for, summons to c. gen. (v. E. Fraenkel, Nom. ag., I 153̆{6}) κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον, εὐκλεᾶ λαοσσόων μναστῆρ' ἀγώνων (P. 12.24) μναστὴρ στεφάνων (sc. ἀγών) fr. 20, cf. fr. 19. f. adj., ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας εὐθρόνου μνάστειραν ἁδίσταν ὀπώραν (τὴν μνήμην ἐμποιοῦσαν τῆς Ἀφροδίτας. Σ.) (I. 2.5)
Greek Monolingual
μναστήρ, ο, θηλ. μνάστειρα (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μνηστήρας.
Greek Monotonic
μναστήρ: ὁ, θηλ. μνάστειρα, μνᾶστις, Δωρ. αντί μνηστ-.