μακαρίτης: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
mNo edit summary |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μᾰκᾰρίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὡς τὸ [[μάκαρ]] ΙΙΙ, ὁ [[μακάριος]] γενόμενος, τῆς μακαριότητος ἀπολαύων, δηλ. ὁ τεθνεώς, ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τοῦ νεωστὶ ἀποθανόντος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 933, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 445α, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 366· συχνὸν παρὰ μεταγενεστ. συγγραφ., ὡς Πλούτ. 2. 120C, Ἀθήν. 113Ε· ὁ μ. σου [[πατήρ]], ὡς καὶ νῦν ἔτι, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 6. 1, κτλ.· ἀλλὰ συνηθέστατ. παρὰ Χριστιαν. συγγραφ., ὡς τὸ Λατ. felix, Ruhnk. εἰς Τίμ.· θηλ. μᾰκᾰρῖτις, ιδος, ἡ «μακαρίτισσα», Θεόκρ. 2. 70, Ἡρώνδ. VI, 55· ἡ μ. μου γυνὴ Λουκ. Φιλοψ. 27. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., μ. [[βίος]], | |lstext='''μᾰκᾰρίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὡς τὸ [[μάκαρ]] ΙΙΙ, ὁ [[μακάριος]] γενόμενος, τῆς μακαριότητος ἀπολαύων, δηλ. ὁ τεθνεώς, ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τοῦ νεωστὶ ἀποθανόντος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 933, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 445α, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 366· συχνὸν παρὰ μεταγενεστ. συγγραφ., ὡς Πλούτ. 2. 120C, Ἀθήν. 113Ε· ὁ μ. σου [[πατήρ]], ὡς καὶ νῦν ἔτι, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 6. 1, κτλ.· ἀλλὰ συνηθέστατ. παρὰ Χριστιαν. συγγραφ., ὡς τὸ Λατ. felix, Ruhnk. εἰς Τίμ.· θηλ. μᾰκᾰρῖτις, ιδος, ἡ «μακαρίτισσα», Θεόκρ. 2. 70, Ἡρώνδ. VI, 55· ἡ μ. μου γυνὴ Λουκ. Φιλοψ. 27. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., μ. [[βίος]], μετὰ διπλῆς σημασίας, Ἀριστοφ. Πλ. 555, [[ἔνθα]] ἴδε Hemst. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:55, 20 April 2021
English (LSJ)
[ῑ], ου, Dor. μακαρίτᾱς, ὁ, A like μάκαρ III, one blessed, i.e. dead, esp. of one lately dead, A.Pers.633 (lyr.), Ar.Fr. 488.10, Men.1032, PCair.Zen.447.1 (iii B.C.): freq. in late writers, Plu.2.120b, Ath.3.113e; ὁ μ. σου πατήρ your late father, Luc. DMeretr.6.1, etc.:—fem. μᾰκᾰρ-ῖτις, ιδος, Theoc.2.70, Herod.6.55; ἡ μ. μου γυνή Luc.Philops.27. II as Adj., μ. βίος, with a play on 1, Ar.Pl.555.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰκᾰρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὡς τὸ μάκαρ ΙΙΙ, ὁ μακάριος γενόμενος, τῆς μακαριότητος ἀπολαύων, δηλ. ὁ τεθνεώς, ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τοῦ νεωστὶ ἀποθανόντος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 933, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 445α, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 366· συχνὸν παρὰ μεταγενεστ. συγγραφ., ὡς Πλούτ. 2. 120C, Ἀθήν. 113Ε· ὁ μ. σου πατήρ, ὡς καὶ νῦν ἔτι, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 6. 1, κτλ.· ἀλλὰ συνηθέστατ. παρὰ Χριστιαν. συγγραφ., ὡς τὸ Λατ. felix, Ruhnk. εἰς Τίμ.· θηλ. μᾰκᾰρῖτις, ιδος, ἡ «μακαρίτισσα», Θεόκρ. 2. 70, Ἡρώνδ. VI, 55· ἡ μ. μου γυνὴ Λουκ. Φιλοψ. 27. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., μ. βίος, μετὰ διπλῆς σημασίας, Ἀριστοφ. Πλ. 555, ἔνθα ἴδε Hemst.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
bienheureux, fortuné;
1 en parl. de pers., particul. d’un mort dont on parle avec respect ὁ μακαρίτης, etc. LUC le bienheureux tel;
2 en parl. de choses μακαρίτης βίος AR vie laborieuse.
Étymologie: μάκαρ.
Greek Monolingual
ο, θηλ. μακαρίτισσα (AM μακαρίτης, θηλ. μακαρῑτις, Α δωρ. τ. μακαρίτας)
1. αυτός που βρήκε τη μακαριότητα με τον θάνατο, αυτός που πέθανε και απαλλάχθηκε από τα βάσανα της ζωής
2. μακάριος, ευτυχής
νεοελλ.
παροιμ. «στις εννιά του μακαρίτη μπήκε άλλος μέσ' στο σπίτι» — λέγεται για χήρες που δεν πενθούν όσο πρέπει τον σύζυγό τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάκαρ + επίθημα -ίτης (πρβλ. κεραμ-ίτης, λιθ-ίτης)].
Greek Monotonic
μᾰκᾰρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, βλ. μάκαρ II.
I. καλότυχος, δηλ. πεθαμένος, σε Αισχύλ. κ.λπ.
II. ως επίθ., μακαρίτης βίος, με διπλό νόημα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
μᾰκᾰρίτης: ου (ῑ) adj. m μακάριος 3]
1) блаженной памяти, покойный, почивший Aesch., Plut.: ὁ μ. σου πατήρ Luc. твой покойный отец;
2) Arph. = μακαριστός.
Middle Liddell
μᾰκᾰρῑ́της, ου, ὁ,
I. like μάκαρ III, one blessed, i. e. dead, Aesch., etc.
II. as adj., μ. βίος, with a double meaning, Ar.