μοσχεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μοσχεύω''': ἀποσπῶ ἀπὸ τῶν δένδρων παραφυάδας [[μετὰ]] φανεροῦ μέρους τῆς ῥίζης καὶ [[μεταφυτεύω]] αὐτάς, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1, 2, 1., 3. 5, 1, κτλ.· τὸ μεμοσχευμένον 3. 5, 3· - μεταφορ., ἵνα τοὺς τοιούτους ἐν αὐτοῖς (δηλ. τοῖς δικαστηρίοις) μοσχεύητε, τρέφητε, διατηρῆτε ὡς μοσχεύματα, Δημ. 785. 4, πρβλ. Διον. Ἁλ. 7. 46, Φιλόστρ. 269.
|lstext='''μοσχεύω''': ἀποσπῶ ἀπὸ τῶν δένδρων παραφυάδας μετὰ φανεροῦ μέρους τῆς ῥίζης καὶ [[μεταφυτεύω]] αὐτάς, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1, 2, 1., 3. 5, 1, κτλ.· τὸ μεμοσχευμένον 3. 5, 3· - μεταφορ., ἵνα τοὺς τοιούτους ἐν αὐτοῖς (δηλ. τοῖς δικαστηρίοις) μοσχεύητε, τρέφητε, διατηρῆτε ὡς μοσχεύματα, Δημ. 785. 4, πρβλ. Διον. Ἁλ. 7. 46, Φιλόστρ. 269.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:55, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοσχεύω Medium diacritics: μοσχεύω Low diacritics: μοσχεύω Capitals: ΜΟΣΧΕΥΩ
Transliteration A: moscheúō Transliteration B: moscheuō Transliteration C: moscheyo Beta Code: mosxeu/w

English (LSJ)

A plant a sucker, Thphr.CP1.2.1, 3.5.1, etc.; τὸ μεμοσχευμένον ib.3.5.3, cf.Com.Adesp.182, PSI5.499.7 (iii B.C.): metaph., μ. τοὺς τοιούτους ἐν [τοῖς δικαστηρίοις] D.25.48; μοσχευομένη κατὰ τοῦ δήμου τυραννὶς καθ' ὅλης τῆς πόλεως -εύεται D.H.7.46. II train as a calf, Philostr.VA6.30.

German (Pape)

[Seite 209] einen Ableger machen, Theophr. u. A. – Übertr., anpflanzen, aufziehen, Dem. 25, 48; μοσχευομένη κατὰ τοῦ δήμου τυραννὶς καθ' ὅλης τῆς πόλεως μοσχεύεται, D. Hal. 7, 46; ἐκ νέου τινά, Philostr. v. Apoll. 5, 30.

Greek (Liddell-Scott)

μοσχεύω: ἀποσπῶ ἀπὸ τῶν δένδρων παραφυάδας μετὰ φανεροῦ μέρους τῆς ῥίζης καὶ μεταφυτεύω αὐτάς, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1, 2, 1., 3. 5, 1, κτλ.· τὸ μεμοσχευμένον 3. 5, 3· - μεταφορ., ἵνα τοὺς τοιούτους ἐν αὐτοῖς (δηλ. τοῖς δικαστηρίοις) μοσχεύητε, τρέφητε, διατηρῆτε ὡς μοσχεύματα, Δημ. 785. 4, πρβλ. Διον. Ἁλ. 7. 46, Φιλόστρ. 269.

French (Bailly abrégé)

1 transplanter des marcottes ; fig. transplanter, planter;
2 p. ext. nourrir, élever ; fig. fortifier, développer.
Étymologie: μόσχος.

Greek Monolingual

(I)
μοσχεύω) μόσχος (Ι)]
αποσπώ μοσχεύματα από δέντρα και τα φυτεύω σε κατάλληλο περιβάλλον, όπου σχηματίζουν ρίζες και αναπτύσσονται σε πλήρη φυτά
αρχ.
1. ανατρέφω κάποιον σαν να είναι μόσχος, δηλαδή με πολλή αγάπη και φροντίδα
2. μτφ. τρέφω, ανατρέφω, διατηρώ.
(II)
μοσχεύω και μοσκεύω) μόσχος (II)]
(μτβ.) οσφραίνομαι, μυρίζω κάτι ή κάποιον («το ρούχον του μοσκεύει», Χούμν.).

Greek Monotonic

μοσχεύω: μέλ. -σω (μόσχος Α), πολλαπλασιάζω φυτό ή δέντρο αποσπώντας μόσχευμα (παραφυάδα με τμήμα της ρίζας) και μεταφυτεύοντάς το· μεταφ., σπέρνω, γεννώ παιδιά, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

μοσχεύω: досл. пересаживать, перен. насаждать, выращивать (τοὺς τοιούτους ἐν τούτοις Dem.).

Middle Liddell

μοσχεύω, fut. -σω [μόσχος1]
to plant a sucker: metaph. to plant or propagate men, Dem.