φοράδην: Difference between revisions

From LSJ

μηδένα πρὸ τοῦ τέλους μακάριζε → call no man happy until he dies, call no man happy till he dies, it ain't over till the fat lady sings, the opera ain't over till the fat lady sings, count no man happy until he is dead, it's not over till it's over, count no man blessed before his end

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φοράδην''': [ᾰ], Ἐπίρρ., «σηκωτὰ» ἐντὸς φορείου καὶ τῶν τοιούτων, ἐπὶ νοσούντων, Εὐρ. Ἀνδρ. 1166, Ρῆσ. 888· φ. ἧκον [[οἴκαδε]] Δημ. 1263. 11· φ. ἀνοκομίζεσθαι, ἐκκομίζεσθαι, ὀχεῖσθαι Δίων Κάσσ. 56. 45, Λουκιαν. Νεκρ. Διάλ. 14. 5, Πλούτ., κλπ.· φ. ἐν κλινιδίῳ ὁ αὐτ. ἐν Κορ. 24· «[[φοράδην]] κομίζεσθαι» Πολυδ. Ϛϳ, 175. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[φοράδην]]… ὁ φερόμενος βασταγμῷ». 2) [[μετὰ]] ὁρμητικῆς κινήσεως, ὁρμητικῶς, Σοφ. Ο. Τύρ. 1310.
|lstext='''φοράδην''': [ᾰ], Ἐπίρρ., «σηκωτὰ» ἐντὸς φορείου καὶ τῶν τοιούτων, ἐπὶ νοσούντων, Εὐρ. Ἀνδρ. 1166, Ρῆσ. 888· φ. ἧκον [[οἴκαδε]] Δημ. 1263. 11· φ. ἀνοκομίζεσθαι, ἐκκομίζεσθαι, ὀχεῖσθαι Δίων Κάσσ. 56. 45, Λουκιαν. Νεκρ. Διάλ. 14. 5, Πλούτ., κλπ.· φ. ἐν κλινιδίῳ ὁ αὐτ. ἐν Κορ. 24· «[[φοράδην]] κομίζεσθαι» Πολυδ. Ϛϳ, 175. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[φοράδην]]… ὁ φερόμενος βασταγμῷ». 2) μετὰ ὁρμητικῆς κινήσεως, ὁρμητικῶς, Σοφ. Ο. Τύρ. 1310.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:30, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοράδην Medium diacritics: φοράδην Low diacritics: φοράδην Capitals: ΦΟΡΑΔΗΝ
Transliteration A: phorádēn Transliteration B: phoradēn Transliteration C: foradin Beta Code: fora/dhn

English (LSJ)

[ᾰ], Dor. φορ-άδαν, Adv. A borne along, borne or carried in a litter or the like, as a sick person, E.Andr.1166 (anap.), Rh.888 (anap.), IG42(1).122.27 (Epid., iv B. C.); φ. ἦλθον οἴκαδε D.54.20; φ. ἀνακομίζεσθαι, ἐκκομίζεσθαι, D.C.56.45, Luc.DMort.14.5; ἐν κλινιδίῳ φ. κομισθείς Plu.Cor.24. 2 with rushing motion, violently, S. OT1310 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1299] adv., 1) getragen, auf einer Babre, τὸν νεόδμητον ἐν χεροῖν φοράδην πέμπει Eur. Rhes. 888; auf einem Sessel liegend, sitzend, von Kranken, ὑγιὴς ἐξελθὼν φοράδην ἦλθον οἴκαδε Dem. 54, 20; Plut. Popl. 16 u. a. Sp., wie Ach. Tat. 1, 13. – 2) dahingetragen, fortgerissen, in reißend schneller Bewegung, Soph. O. R. 1311 πᾷ μοι φθογγὰ φοράδην; Eur. φοράδην δῶμα πελάζει Andr. 1167.

Greek (Liddell-Scott)

φοράδην: [ᾰ], Ἐπίρρ., «σηκωτὰ» ἐντὸς φορείου καὶ τῶν τοιούτων, ἐπὶ νοσούντων, Εὐρ. Ἀνδρ. 1166, Ρῆσ. 888· φ. ἧκον οἴκαδε Δημ. 1263. 11· φ. ἀνοκομίζεσθαι, ἐκκομίζεσθαι, ὀχεῖσθαι Δίων Κάσσ. 56. 45, Λουκιαν. Νεκρ. Διάλ. 14. 5, Πλούτ., κλπ.· φ. ἐν κλινιδίῳ ὁ αὐτ. ἐν Κορ. 24· «φοράδην κομίζεσθαι» Πολυδ. Ϛϳ, 175. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φοράδην… ὁ φερόμενος βασταγμῷ». 2) μετὰ ὁρμητικῆς κινήσεως, ὁρμητικῶς, Σοφ. Ο. Τύρ. 1310.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 en portant ou en étant porté, càd en chaise, en litière;
2 par un transport rapide, vivement.
Étymologie: φορά, -δην.

Greek Monolingual

ΜΑ, και δωρ. τ. φοράδαν Α
επίρρ. (κυρίως για ασθενείς) με μεταφορά πάνω σε φορείο, σηκωτά
αρχ.
με ορμητικό τρόπο, ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. φέρω + επιρρμ. κατάλ. -άδην (πρβλ. τροχ-άδην)].

Greek Monotonic

φοράδην: [ᾰ], (φέρομαι), επίρρ.,
1. με φόρα, σηκωτά, φερόμενος ή μεταφερόμενος σε φορείο ή όπως ένας άρρωστος άνθρωπος, σε Ευρ., Δημ.
2. με βιαστική κίνηση, βίαια, ορμητικά, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

φοράδην: adv.
1) неся (ἐν χεροῖν τινα Eur.);
2) на носилках (δῶμα πελάζειν Eur.; ἐλθεῖν οἴκαδε Dem.): ἐν κλινιδίῳ φ. κομισθείς Plut. доставленный на носилках;
3) стремительно (διαπέτεσθαι Soph.).

Middle Liddell

[φέρομαι]
1. adv. borne along, borne or carried in a litter, or the like, as a sick person, Eur. Dem.
2. with rushing motion, violently, Soph.