βουγάϊος: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ | |dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾱ-]<br /><b class="num">1</b> [[fanfarrón]] Αἶαν ... βουγάϊε <i>Il</i>.13.824, cf. <i>Od</i>.18.79.<br /><b class="num">2</b> [[que vive de las vacas]] Nic.<i>Fr</i>.131.<br /><b class="num">3</b> [[buey de labor]] Apollon.<i>Lex</i>.828.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Forma comp. de βου- prefijo aumentativo y -[[γάϊος]] de la r. *<i>geHu̯</i>2- ‘alegrarse’ para sent. 1. En el caso del sent. 2 hay que pensar en un primer elemento βου- de *<i>gu̯ōus</i> ‘vaca’ y un -γᾱιος rel. γῆ y γαῖα q.u. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:30, 20 July 2021
English (LSJ)
[ᾱ], ὁ, (γαίω) A bully, braggart, only voc. as term of reproach, Il.13.824, Od.18.79; applied to those who lived on milk in Dulichion and Same, Nic.Fr.131.
German (Pape)
[Seite 455] der sich übermäßig freuet (γαίω), Großprahler, Hom. zweimal, Vocativ, als Scheltwort, an derselben Stelle des Verses, Iliad. 13, 824 Αἶαν ἁμαρτοεπές, βουγάιε, ποῖον ἔειπες; Odyss. 18, 79 νῦν μὲν μήτ' εἴης, βουγάιε, μήτε γένοιο, εἰ δὴ τοῦτόν γε τρομέεις καὶ δείδιας αἰνῶς, ἄνδρα γέροντα, δύῃ ἀρημένον, ἥ μιν ἱκάνει. Scholl. Didym. Iliad. 13, 824 Ζηνόδοτος βουγήιε διὰ τοῦ η· ὁ δὲ Ἀρίσταρχος διὰ τοῦ α, τάχα ἐπεὶ γαίων ὡς ἐπὶ τὰ πλεῖστον ὁ ποιητὴς λέγει. Vgl. Apollon. Lex. Homer. p. 52, 11.
Greek (Liddell-Scott)
βουγάϊος: [ᾱ], ὁ, (γαίω) ὁ ὑπερβολικῶς χαίρων, καυχώμενος, μεγαλαυχῶν (πρβλ. βου-), ἐν χρήσει μόνον μετὰ κλητ. ὡς ἐπίπληξις, Ἰλ. Ν. 824, Ὀδ. Σ. 79.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
vantard, fanfaron.
Étymologie: βου-, γαίω.
English (Autenrieth)
braggart, bully; a term of reproach, Il. 13.824, Od. 18.79.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [-ᾱ-]
1 fanfarrón Αἶαν ... βουγάϊε Il.13.824, cf. Od.18.79.
2 que vive de las vacas Nic.Fr.131.
3 buey de labor Apollon.Lex.828.
• Etimología: Forma comp. de βου- prefijo aumentativo y -γάϊος de la r. *geHu̯2- ‘alegrarse’ para sent. 1. En el caso del sent. 2 hay que pensar en un primer elemento βου- de *gu̯ōus ‘vaca’ y un -γᾱιος rel. γῆ y γαῖα q.u.
Greek Monolingual
βουγάϊος, ο (Α)
1. (σκωπτικά στην κλητική) βουγάϊε
θρασύδειλε, ψευτοπαλληκαρά
2. αδρανής
3. βραδύνους, χοντροκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το α' συνθετικό της λ. βουγάϊος είναι βου- επιτατικό (πρβλ. βούβρωστις, βουκόρυζα κ.ά.), ενώ το β' συνθετικό συνδέεται με το ρ. γαίω «είμαι περήφανος, καμαρώνω», που απαντά κυρίως στη μτχ. γαίων. Η υπόθεση ότι το ᾱ στο -γάϊε (από την κλητ. βουγάϊε) είναι αιολικό, δηλ. -γắϊε < -γᾱFιε, ή ότι προήλθε από μετρική έκταση είναι αμφίβολη. Προτιμότερο είναι να θεωρηθεί ότι -γάϊε < -γαι-ϊε].
Greek Monotonic
βουγάϊος: [ᾱ], ὁ (γαίω), ο υπερβολικά καυχησιάρης, νταής ή φωνακλάς· συχνότερα απαντά στην κλητ. ως επίπληξη, βουγάϊε, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
βουγάϊος: ὁ бран. хвастун, бахвал Hom., Plut.