ἀμπλάκημα: Difference between revisions
οἱ ὧδε χέζοντες εἰς ὥρας μὴ ἔλθοιεν → a curse on those who relieve themselves here, a curse on those who shit here
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό | |dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> <i>metri gratia</i>ἀπλάκημα A.<i>Eu</i>.934; ἀμβλάκημα Hsch.<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[desatino]], [[error]], [[falta]] τοιῶνδε ποινὰς ἀμπλακημάτων τίνω A.<i>Pr</i>.112, cf. 386, 620, <i>Supp</i>.230, <i>Eu</i>.934, <i>Fr</i>.52, 530.21, S.<i>Ant</i>.51, E.<i>Ph</i>.23, <i>Trag.Adesp</i>.481, Plu.2.226e, Alciphr.4.19.10, Luc.<i>Trag</i>.9, Aq., Thd.<i>Da</i>.6.4. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:30, 20 July 2021
English (LSJ)
τό, error, fault, A. Pr. 112, 388, S. Ant. 51, etc. — Poet. and late Prose, Plu. 2.226e, Thd. Da. 6.4; — metri gr., ἀπλάκημα A. Eu. 934.
German (Pape)
[Seite 129] τό, Vergehen, Fehler, Tragg., Aesch. Pr. 112; Eum. 894, wo Herm. ἀπλ. lesen will; uno sonst; Soph. Ant. 51 im plur.; Eur. Phoen. 23; auch Lyc. bei Plut. apoph. Lac. p. 220.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπλάκημα: τό, πλάνη, σφάλμα, ἁμάρτημα, Αἰσχύλ. Πρ. 112, 386, κτλ., Σοφ. Ἀντ. 51, κτλ. - Ποιητ. λέξις, ἣν μεταχειρίζεται ὁ Λυκοῦργος παρὰ Πλουτ. 2. 226Ε: - ὡσαύτως χάριν τοῦ μέτρου, ἀπλάκημα Αἰσχύλ. Εὐμ. 934.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
c. ἀμπλακία.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): metri gratiaἀπλάκημα A.Eu.934; ἀμβλάκημα Hsch.
• Prosodia: [-ᾰ-]
desatino, error, falta τοιῶνδε ποινὰς ἀμπλακημάτων τίνω A.Pr.112, cf. 386, 620, Supp.230, Eu.934, Fr.52, 530.21, S.Ant.51, E.Ph.23, Trag.Adesp.481, Plu.2.226e, Alciphr.4.19.10, Luc.Trag.9, Aq., Thd.Da.6.4.
Greek Monolingual
ἀμπλάκημα, το (Α)
σφάλμα, πλάνη, αμάρτημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμπλακεῖν (απαρέμφατο αορ. β' του μτγν. ἀμπλακίσκω)].
Greek Monotonic
ἀμπλάκημα: -ατος, τό, λάθος, αδίκημα, αμάρτημα, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης χάριν μέτρου, ἀπλάκημα, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμπλάκημα: ατος (λᾰ) τό Trag., Plut. = ἀμπλακία.
Middle Liddell
[from ἀμπλακεῖν
an error, fault, offence, Aesch., etc.:—also, metri grat., ἀπλάκημα, Aesch.