εμπορεύομαι: Difference between revisions
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐμπορεύομαι]])<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[έμπορος]], [[ασκώ]] το [[επάγγελμα]] του εμπόρου («καί διά | |mltxt=(AM [[ἐμπορεύομαι]])<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[έμπορος]], [[ασκώ]] το [[επάγγελμα]] του εμπόρου («καί διά ταῦτα πλείους τε καὶ ἥδιον ἐμπορεύοιντο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκμεταλλεύομαι]] για χρηματισμό (συνήθ. με κακή [[σημασία]] για [[εκμετάλλευση]] [[γυναικών]]) (α. «οἱ ἄνθρωποι οὗτοι... μεθ' ἡμῶν οἰκείτωσαν ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἐμπορευέσθωσαν αὐτήν», ΠΔ<br />β. «Ἀσπασία ἡ σωκρατικὴ ἐνεπορεύετο πλήθη καλῶν γυναικῶν», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> καπηλεύομαι («ἐμπορεύεται τὴν φιλοσοφίαν», Φίλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[εμπόριο]], [[αγοράζω]] και [[πουλώ]] [[κάτι]] για να κερδίσω από την [[αγοραπωλησία]] («εμπορεύεται κρασιά»)<br /><b>2.</b> (η μτχ. εν. ως ουσ.) <i>ο εμπορευόμενος</i><br />ο [[έμπορος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βρίσκω]], [[αποκτώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πορεύομαι]], [[οδεύω]], [[ταξιδεύω]] («ξένην ἔπι... γαῖαν ἐμπορεύεται», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(απολ.)</b> [[περπατώ]]<br /><b>3.</b> [[ταξιδεύω]] για [[εμπόριο]] ή για δουλειά<br /><b>4.</b> [[προχωρώ]] [[εναντίον]] κάποιου, επιτίθεμαι<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[κερδοσκοπώ]]<br /><b>6.</b> (με αιτ. πράγμ.) [[εισάγω]] (α. «πορφύραν εμπορευόμενος», Διογ. Λ.<br />β. «εἰχόμην ἄν τῷ γελοίῳ γλαῡκας ὡς ἀληθῶς ἐμπορευόμενος», Λουκ.)<br /><b>7.</b> (με αιτ. προσ.) [[εξαπατώ]] για να κερδίσω [[κάτι]] («πλαστοῖς λόγοις ὑμᾱς ἐμπορεύσονται», ΚΔ Πέτρ.)<br /><b>8.</b> [[ενεργώ]] με δόλο, απατηλά. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:50, 25 July 2021
Greek Monolingual
(AM ἐμπορεύομαι)
1. είμαι έμπορος, ασκώ το επάγγελμα του εμπόρου («καί διά ταῦτα πλείους τε καὶ ἥδιον ἐμπορεύοιντο», Ξεν.)
2. εκμεταλλεύομαι για χρηματισμό (συνήθ. με κακή σημασία για εκμετάλλευση γυναικών) (α. «οἱ ἄνθρωποι οὗτοι... μεθ' ἡμῶν οἰκείτωσαν ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἐμπορευέσθωσαν αὐτήν», ΠΔ
β. «Ἀσπασία ἡ σωκρατικὴ ἐνεπορεύετο πλήθη καλῶν γυναικῶν», Αθήν.)
3. μτφ. καπηλεύομαι («ἐμπορεύεται τὴν φιλοσοφίαν», Φίλ.)
νεοελλ.
1. κάνω εμπόριο, αγοράζω και πουλώ κάτι για να κερδίσω από την αγοραπωλησία («εμπορεύεται κρασιά»)
2. (η μτχ. εν. ως ουσ.) ο εμπορευόμενος
ο έμπορος
μσν.
βρίσκω, αποκτώ
αρχ.
1. πορεύομαι, οδεύω, ταξιδεύω («ξένην ἔπι... γαῖαν ἐμπορεύεται», Σοφ.)
2. (απολ.) περπατώ
3. ταξιδεύω για εμπόριο ή για δουλειά
4. προχωρώ εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι
5. μτφ. κερδοσκοπώ
6. (με αιτ. πράγμ.) εισάγω (α. «πορφύραν εμπορευόμενος», Διογ. Λ.
β. «εἰχόμην ἄν τῷ γελοίῳ γλαῡκας ὡς ἀληθῶς ἐμπορευόμενος», Λουκ.)
7. (με αιτ. προσ.) εξαπατώ για να κερδίσω κάτι («πλαστοῖς λόγοις ὑμᾱς ἐμπορεύσονται», ΚΔ Πέτρ.)
8. ενεργώ με δόλο, απατηλά.