δεξίμηλος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δεξίμηλος]], -ον (Α)<br />αυτός που δέχεται ως [[θυσία]] πρόβατα, ο [[πλούσιος]] σε θυσίες («λεῑπε δεξίμηλον δόμον τῆς ποντίας Θεοῡ», <b>Ευρ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δεξι</i>- <span style="color: red;"><</span> (θ. αορ.) <i>εδεξάμην</i> του ρ. [[δέχομαι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μηλος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μήλον]] «[[πρόβατο]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[δεξίδωρος]], [[δεξιήνεμος]], [[δεξίλογος]]].
|mltxt=[[δεξίμηλος]], -ον (Α)<br />αυτός που δέχεται ως [[θυσία]] πρόβατα, ο [[πλούσιος]] σε θυσίες («λεῑπε δεξίμηλον δόμον τῆς ποντίας Θεοῡ», <b>Ευρ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δεξι</i>- <span style="color: red;"><</span> (θ. αορ.) <i>εδεξάμην</i> του ρ. [[δέχομαι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μηλος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μήλον]] «[[πρόβατο]]» ([[πρβλ]]. [[δεξίδωρος]], [[δεξιήνεμος]], [[δεξίλογος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:38, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεξῐμηλος Medium diacritics: δεξίμηλος Low diacritics: δεξίμηλος Capitals: ΔΕΞΙΜΗΛΟΣ
Transliteration A: dexímēlos Transliteration B: deximēlos Transliteration C: deksimilos Beta Code: deci/mhlos

English (LSJ)

ον, A receiving sheep, i.e. rich in sacrifices, δόμος, ἐσχάρα, ἀγάλματα, E.Andr.129 (lyr.), 1138, Ph.632.

German (Pape)

[Seite 546] Schaafe an-, aufnehmend, ἀγάλματα, als Opfer, Eur. Phoen. 632; ἐσχάρα Andr. 1138.

Greek (Liddell-Scott)

δεξίμηλος: -ον, ὁ δεχόμενος ὡς θυσίαν πρόβατα, δηλ. πλούσιοι, εἰς θυσίας, δόμος, ἐσχάρα, ἀγάλματα Εὐρ. Ἀνδρ. 129, 1138, Φοιν. 632.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui reçoit des brebis, càd où, à qui ou près de qui l’on immole des brebis.
Étymologie: δέχομαι, μῆλον¹.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
que recibe ganado, e.e. que recibe o acoge sacrificios, rico en sacrificios, δόμος E.Andr.129, ἐσχάρα E.Andr.1138, ἀγάλματα E.Ph.632, θεοί Phot.δ 190, EM 256.20G., Sud.

Greek Monolingual

δεξίμηλος, -ον (Α)
αυτός που δέχεται ως θυσία πρόβατα, ο πλούσιος σε θυσίες («λεῑπε δεξίμηλον δόμον τῆς ποντίας Θεοῡ», Ευρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξι- < (θ. αορ.) εδεξάμην του ρ. δέχομαι + -μηλος < μήλον «πρόβατο» (πρβλ. δεξίδωρος, δεξιήνεμος, δεξίλογος].

Greek Monotonic

δεξίμηλος: -ον (μῆλον), αυτός που δέχεται πρόβατα ως θυσία, δηλ. πλούσιος, άφθονος στις θυσίες, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δεξίμηλος: принимающий овец (для жертвоприношений) (θεῶν ἀγάλματα Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεξίμηλος -ον [δέχομαι, 2. μῆλον] schapen ontvangend (d.w.z. waar schapen worden geofferd), rijk aan schapenoffers.

Middle Liddell

μῆλον
receiving sheep, i. e. rich in sacrifices, Eur.