δαμαλίζω: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εμβολιάζω]] με [[δαμαλίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου<br />(<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>vaccinate</i>). Η [[λέξη]] μαρτυρείται από το 1864 στον Λουκ. Ι. Καραλίβανο].<br /><b>(II)</b><br />[[δαμαλίζω]] (Α) [[δαμάλης]]<br />[[δαμάζω]] (ατίθασα άλογα).
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εμβολιάζω]] με [[δαμαλίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου<br />([[πρβλ]]. αγγλ. <i>vaccinate</i>). Η [[λέξη]] μαρτυρείται από το 1864 στον Λουκ. Ι. Καραλίβανο].<br /><b>(II)</b><br />[[δαμαλίζω]] (Α) [[δαμάλης]]<br />[[δαμάζω]] (ατίθασα άλογα).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:40, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰμᾰλίζω Medium diacritics: δαμαλίζω Low diacritics: δαμαλίζω Capitals: ΔΑΜΑΛΙΖΩ
Transliteration A: damalízō Transliteration B: damalizō Transliteration C: damalizo Beta Code: damali/zw

English (LSJ)

poet. A = δαμάζω, to subdue, Pi.P.5.121 codd.:—Med., πώλους δαμαλιζομένα E.Hipp.231 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 521] p. = δαμάζω, Pind. P. 5, 121.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰμᾰλίζω: ποιητ. ἐκτεταμένος τύπος ἰσοδύναμος τῷ δαμάζω, καταβάλλω, ὑποτάττω, εὐκτ. -ίζοι Πίνδ. Π. 5. 163. Μέσ., πώλους δαμαλιζομένα Εὐρ. Ἱππ. 231 (λυρ.).

French (Bailly abrégé)

dompter, soumettre.
Étymologie: δάμαλις.

English (Slater)

δαμαλίζω v. καταδαμαλίζω.

Greek Monolingual

(I)
εμβολιάζω με δαμαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου
(πρβλ. αγγλ. vaccinate). Η λέξη μαρτυρείται από το 1864 στον Λουκ. Ι. Καραλίβανο].
(II)
δαμαλίζω (Α) δαμάλης
δαμάζω (ατίθασα άλογα).

Greek Monotonic

δᾰμᾰλίζω: ποιητ. τύπος του δαμάζω, τιθασεύω, εξημερώνω, υποτάσσω, δαμάζω (ό,τι και στη Ν.Ε.) — Μέσ., σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαμαλίζω [δάμαλις] temmen, ook med.: πώλους... δαμαλιζομένα veulens temmend Eur. Hipp. 231.

Russian (Dvoretsky)

δᾰμᾰλίζω: Pind., med. Eur. = δαμάζω 1.

Middle Liddell


poet. form of δαμάζω, to subdue, break in: Mid., Eur.