δημωφελής: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[δημωφελής]], -ές)<br />αυτός που [[είναι]] [[ωφέλιμος]] στον λαό, ο [[εθνωφελής]], ο [[κοινωφελής]] («δημωφελή έργα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά τον άνθρωπο ή τον λαό, [[φιλάνθρωπος]], [[φιλόλαος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δημωφελές</i><br />το κοινό καλό, το [[δημόσιο]] [[συμφέρον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωφελής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>όφελος</i> (το) (<b>[[πρβλ]].</b> και [[ανωφελής]], [[κοινωφελής]], [[οικωφελής]])].
|mltxt=-ές (AM [[δημωφελής]], -ές)<br />αυτός που [[είναι]] [[ωφέλιμος]] στον λαό, ο [[εθνωφελής]], ο [[κοινωφελής]] («δημωφελή έργα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά τον άνθρωπο ή τον λαό, [[φιλάνθρωπος]], [[φιλόλαος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δημωφελές</i><br />το κοινό καλό, το [[δημόσιο]] [[συμφέρον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωφελής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>όφελος</i> (το) ([[πρβλ]]. και [[ανωφελής]], [[κοινωφελής]], [[οικωφελής]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:40, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημωφελής Medium diacritics: δημωφελής Low diacritics: δημωφελής Capitals: ΔΗΜΩΦΕΛΗΣ
Transliteration A: dēmōphelḗs Transliteration B: dēmōphelēs Transliteration C: dimofelis Beta Code: dhmwfelh/s

English (LSJ)

ές, A of public use, λόγοι Pl.Phdr.227d; πολιτεύματα Plu.2.784d; δ. τι πραχθέν D.C.72.7, cf. Luc.Bis Acc.11; τὸ δ. the common good, Hdn. 2.3.8: Sup. τὸ -έστατον Ph.2.177. 2 of persons, Democr.282, Phld.Rh.2.02 S.; ἡγεμών Plu.Sull.30. 3 Adv. -λῶς CIG4415b (Iotapata), IPE12.39.36 (Olbia), IGRom.4.860 (Laodicea ad Lycum): Sup. -έστατα D.C.56.37.

German (Pape)

[Seite 565] ές, dem Volke nützlich; gemeinnützig; λόγοι, Plat. Phaedr. 227 e; – ἡγεμών, Plut. Sull. 30; auch a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δημωφελής: -ές, ὁ πρὸς δημοσίαν χρῆσιν καὶ ὠφέλειαν, λόγοι Πλάτ. Φαίδρ. 227Ε· ἡγεμὼν Πλούτ. Σύλλ. 30· τὸ δ., τὸ κοινὸν καλόν, τὸ κοινὸν συμφέρον, Ἡρῳδιαν. 2. 3.‒ Ἐπίρρ. -λῶς Συλλ. Ἐπιγρ. 4415b.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
utile au peuple.
Étymologie: δῆμος, ὄφελος.

Spanish (DGE)

-ές
• Morfología: [ac. sg. no contr. δημωφελέα Democr.B 282]
I 1de pers. útil a la sociedad, al pueblo de los gramáticos, Phld.Rh.2.92, ἡγεμών Plu.Sull.30, cf. Hsch.
2 de cosas y abstr. de utilidad pública, de interés general χρημάτων χρῆσις ξὺν νόῳ μὲν χρήσιμον εἰς τὸ ἐλευθέριον εἶναι καὶ δημωφελέα Democr.B 282, οἱ λόγοι Pl.Phdr.227d, δημωφελέστερα γενέσθαι πολιτεύματα Plu.2.784d, τὸ σύγγραμμα Str.1.1.22, ἔστι δέ τι καὶ δημωφελὲς ὑπ' αὐτοῦ πραχθέν D.C.72.7.4
subst. τὸ δ. el bien común Hdn.2.3.8, sup. ἐπὶ συγχύσει τοῦ κρατίστου καὶ δημωφελεστάτου Ph.2.177
neutr. plu. sup. como adv. δημωφελέστατα de forma que se obtuviese la mayor utilidad pública φρονιμώτατα καὶ δημωφελέστατα αὐτοὺς διέθηκεν D.C.56.37.2.
II adv. -ῶς de manera provechosa para el pueblo en inscr. honoríf. ζήσαντα καλῶς καὶ δ. IPE 12.39.36 (Olbia II d.C.), cf. SEG 35.1407 (Pisidia II/III d.C.), στρατηγήσαντα τῆς πόλεως δ. Laodicée p.265.4 (I d.C.), πρυτανεύσαντα δ. JRCil.152 (Jotapa), cf. CIG 4415b.4 (Jotapa), MAMA 7.11.6 (Laodicea Combusta).

Greek Monolingual

-ές (AM δημωφελής, -ές)
αυτός που είναι ωφέλιμος στον λαό, ο εθνωφελής, ο κοινωφελής («δημωφελή έργα»)
αρχ.
1. αυτός που αγαπά τον άνθρωπο ή τον λαό, φιλάνθρωπος, φιλόλαος
2. το ουδ. ως ουσ. το δημωφελές
το κοινό καλό, το δημόσιο συμφέρον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -ωφελής < όφελος (το) (πρβλ. και ανωφελής, κοινωφελής, οικωφελής)].

Greek Monotonic

δημωφελής: -ές (ὄφελος), κοινός στη χρήση, κοινόχρηστος, κοινωφελής, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

δημωφελής: приносящий пользу народу, полезный для общества (λόγοι Plat.; ἡγεμών Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημωφελής -ές [δῆμος, ὄφελος] nuttig voor het volk, van algemeen belang.

Middle Liddell

ὄφελος
of public use, Plat.