εὐώψ: Difference between revisions
ἀρχὴν μὲν μὴ φῦναι ἐπιχθονίοισιν ἄριστον· φύντα δ' ὅμως ὤκιστα πύλας Ἀίδαο περῆσαι → First, it is best for mortals to not be born. If born, to pass through Hades' gates as soon as possible.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=εὐὼψ, -ῶπος, ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία μάτια, που [[είναι]] [[ωραίος]] στην όψη («εὐῶπα παρειάν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[επιθυμητός]], [[ευτυχής]], [[ευμενής]] («εὐῶπα ἀλκᾶν» — ευμενή [[βοήθεια]], <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ωψ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i> «όψη»), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη [[βαθμίδα]] <i>ωπ</i> της ρίζας <i>οπ</i>- ( | |mltxt=εὐὼψ, -ῶπος, ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία μάτια, που [[είναι]] [[ωραίος]] στην όψη («εὐῶπα παρειάν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[επιθυμητός]], [[ευτυχής]], [[ευμενής]] («εὐῶπα ἀλκᾶν» — ευμενή [[βοήθεια]], <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ωψ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i> «όψη»), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη [[βαθμίδα]] <i>ωπ</i> της ρίζας <i>οπ</i>- ([[πρβλ]]. <i>όπωπα</i>, <i>όψομαι</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:10, 23 August 2021
English (LSJ)
ῶπος, ὁ, ἡ, (ὤψ) A fair-eyed or fair to look on, παρειά S.Ant.530 (anap.); εὐῶπα πέμψον ἀλκάν send goodly aid, Id.OT189(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1112] ῶπος, = εὐωπής, übh. schön; παρειά Soph. Ant. 526, wie κόραι Lycophr. 23; εὐῶπα πέμψον ἀλκάν, schöne, glückliche, Soph. O. R. 189 ch.
Greek (Liddell-Scott)
εὐώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, (ὢψ) ἔχων ὡραίους ὀφθαλμοὺς ἢ καλὸς τὴν ὄψιν, παρειὰ Σοφ. Ἀντ. 530· εὐῶπα πέμψον ἀλκάν, πέμψον καλὴν βοήθειαν, (ἀλλ’ ὁ Λοβέκ., θύγατερ Διὸς εὐῶπι, πέμψον ἀλκὰν) ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 189· πρβλ. εὐῶπις.
French (Bailly abrégé)
εὐῶπος (ὁ, ἡ)
1 agréable à voir;
2 agréable en gén.
Étymologie: εὖ, ὤψ.
Greek Monolingual
εὐὼψ, -ῶπος, ο, η (Α)
1. αυτός που έχει ωραία μάτια, που είναι ωραίος στην όψη («εὐῶπα παρειάν», Σοφ.)
2. μτφ. επιθυμητός, ευτυχής, ευμενής («εὐῶπα ἀλκᾶν» — ευμενή βοήθεια, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ωψ (< ὤψ «όψη»), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη βαθμίδα ωπ της ρίζας οπ- (πρβλ. όπωπα, όψομαι)].
Greek Monotonic
εὐώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ (ὤψ), καλός στην όψη, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
εὐώψ: εὐῶπος adj.
1) красивый на вид, прекрасный (παρειά Soph.);
2) желанный, радующий: εὐῶπα πέμψον ἀλκάν Soph. ниспошли желанную помощь.