καλλίζωνος: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[καλλίζωνος]], -ον)<br />αυτός που [[φορά]] ωραία [[ζώνη]] («καλλίζωνοί τε γυναῑκες», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει λεπτή [[μέση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζώνη]]), | |mltxt=-η, -ο (Α [[καλλίζωνος]], -ον)<br />αυτός που [[φορά]] ωραία [[ζώνη]] («καλλίζωνοί τε γυναῑκες», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει λεπτή [[μέση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζώνη]]), [[πρβλ]]. <i>βαθύ</i>-<i>ζωνος</i>, <i>εύ</i>-<i>ζωνος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:15, 23 August 2021
English (LSJ)
ὁ, ἡ, A with beautiful girdles, γυναῖκες Il.7.139, 24.698, Od.23.147; Ἥρα B.5.89: in late Prose, κόραι Hld.3.2.
German (Pape)
[Seite 1309] mit schönem Gürtel, γυναῖκες Il. 7, 139 u. öfter; κόραι Heliod. 3, 2.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίζωνος: ὁ, ἡ, ὁ καλὴν φορῶν ζώνην, γυναῖκες Ἰλ. Η. 139, Ω. 698, Ὀδ. Ψ. 147· κ. Ἥρα Βακχυλ. V. 87.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la belle ceinture.
Étymologie: καλός, ζώνη.
English (Autenrieth)
with beautiful girdles. (See cut No. 44.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α καλλίζωνος, -ον)
αυτός που φορά ωραία ζώνη («καλλίζωνοί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
αυτός που έχει λεπτή μέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύ-ζωνος, εύ-ζωνος].
Greek Monotonic
καλλίζωνος: ὁ, ἡ (ζώνη), αυτός που φοράει όμορφη ζώνη, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
καλλίζωνος: красиво подпоясанный (γυναῖκες Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλίζωνος -ον [καλός, ζώνη] met mooie gordel.