κλινόπους: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, και κλινόποδο, το (AM [[κλινόπους]], -οδος, ὁ)<br /><b>συν. στον πληθ.</b> τα πόδια του κρεβατιού, τα στρίποδα<br /><b>αρχ.</b><br />το [[σημείο]] στο οποίο στηρίζεται [[κάτι]], το [[στήριγμα]] («[[κλινόπους]] τοίχου», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνη]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γωνιό</i>-[[πους]], <i>κεφαλό</i>-[[πους]]].
|mltxt=ο, και κλινόποδο, το (AM [[κλινόπους]], -οδος, ὁ)<br /><b>συν. στον πληθ.</b> τα πόδια του κρεβατιού, τα στρίποδα<br /><b>αρχ.</b><br />το [[σημείο]] στο οποίο στηρίζεται [[κάτι]], το [[στήριγμα]] («[[κλινόπους]] τοίχου», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνη]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]]), [[πρβλ]]. <i>γωνιό</i>-[[πους]], <i>κεφαλό</i>-[[πους]]].
}}
}}

Revision as of 13:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῑνόπους Medium diacritics: κλινόπους Low diacritics: κλινόπους Capitals: ΚΛΙΝΟΠΟΥΣ
Transliteration A: klinópous Transliteration B: klinopous Transliteration C: klinopous Beta Code: klino/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, pl., A feet of a bed, Gp. 13.9.9: sg., generally, κ. τοίχου Hsch. s.v. θριγκός, EM455.55; σφιγγῶν ib.425.28 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1454] ποδος, ὁ, Bett-, Sänftenfuß, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑνόπους: ποδος, ὁ, ὁ ποὺς κλίνης, Γεωπ. 13. 9, 9· κ. τοίχου Ἡσύχ. ἐν λέξ. θριγκός.

Greek Monolingual

ο, και κλινόποδο, το (AM κλινόπους, -οδος, ὁ)
συν. στον πληθ. τα πόδια του κρεβατιού, τα στρίποδα
αρχ.
το σημείο στο οποίο στηρίζεται κάτι, το στήριγμακλινόπους τοίχου», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -πους (< πούς), πρβλ. γωνιό-πους, κεφαλό-πους].