κοράλλι: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
(21) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑM [[κοράλλιον]], Α και κοράλιον και [[κουράλιον]] και κωράλ[λ]ιον, Μ και [[κουρέλλιν]] και κοράλλιν)<br />ζώο τών θερμών θαλασσών που προσκολλάται σε ορισμένο [[βάθος]] και σχηματίζει [[αποικία]] πολυπόδων [[πάνω]] σε ασβεστολιθικό άξονα διαφόρων χρωμάτων [[ιδίως]] ερυθρού, μαύρου και κυανού («τὸ γὰρ [[κουράλιον]]... [[ὥσπερ]] [[λίθος]] τῇ χρόᾳ μὲν ἐρυθρόν, παρεφερὲς δ' ὡς ἂν [[ρίζα]], φύεται δὲ ἐν τῇ θαλάττῃ», Θεόφρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το υλικό από τους κλάδους του ομώνυμου ζώου, από το οποίο κατασκευάζονται κοσμήματα<br /><b>2.</b> το [[κόσμημα]] που προέρχεται από τέτοιο υλικό<br /><b>3.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] καλλωπιστικού θάμνου που φυτεύεται σε γλάστρες<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κωράλιον]]<br />[[παιδάριον]], [[κόριον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως ( | |mltxt=το (ΑM [[κοράλλιον]], Α και κοράλιον και [[κουράλιον]] και κωράλ[λ]ιον, Μ και [[κουρέλλιν]] και κοράλλιν)<br />ζώο τών θερμών θαλασσών που προσκολλάται σε ορισμένο [[βάθος]] και σχηματίζει [[αποικία]] πολυπόδων [[πάνω]] σε ασβεστολιθικό άξονα διαφόρων χρωμάτων [[ιδίως]] ερυθρού, μαύρου και κυανού («τὸ γὰρ [[κουράλιον]]... [[ὥσπερ]] [[λίθος]] τῇ χρόᾳ μὲν ἐρυθρόν, παρεφερὲς δ' ὡς ἂν [[ρίζα]], φύεται δὲ ἐν τῇ θαλάττῃ», Θεόφρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το υλικό από τους κλάδους του ομώνυμου ζώου, από το οποίο κατασκευάζονται κοσμήματα<br /><b>2.</b> το [[κόσμημα]] που προέρχεται από τέτοιο υλικό<br /><b>3.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] καλλωπιστικού θάμνου που φυτεύεται σε γλάστρες<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κωράλιον]]<br />[[παιδάριον]], [[κόριον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως ([[πρβλ]]. εβρ. <i>g</i><i>ō</i><i>r</i><i>ā</i><i>l</i> «[[πετραδάκι]]»). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], <span style="color: red;"><</span> φρ. [[κόρη]] ἁλός</i> «[[κόρη]] της θάλασσας». Παρόμοιο σύνθ. απαντά και στην Αρχαία Ινδική, ενώ ερμηνεύονται και οι διάφορες γραφές, όπως [[κουράλιον]], [[κωράλιον]] κ.λπ., αντίστοιχες τών [[κούρη]], <i>κώρη</i> κ.λπ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κοραλλίζω]], [[κοραλλικός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κοραλλένιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοράλλινος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κοραλλιοπλάστης]] [(;) <b>βλ. λ.</b>]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοραλλιογενής]], [[κοραλλιογραφία]], [[κοραλλιολόγος]], [[κοραλλιόριζα]], [[κοραλλιόσχημος]], [[κοραλλιοφάγος]], [[κοραλλιοφόρος]], [[κοραλλιόχρους]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
το (ΑM κοράλλιον, Α και κοράλιον και κουράλιον και κωράλ[λ]ιον, Μ και κουρέλλιν και κοράλλιν)
ζώο τών θερμών θαλασσών που προσκολλάται σε ορισμένο βάθος και σχηματίζει αποικία πολυπόδων πάνω σε ασβεστολιθικό άξονα διαφόρων χρωμάτων ιδίως ερυθρού, μαύρου και κυανού («τὸ γὰρ κουράλιον... ὥσπερ λίθος τῇ χρόᾳ μὲν ἐρυθρόν, παρεφερὲς δ' ὡς ἂν ρίζα, φύεται δὲ ἐν τῇ θαλάττῃ», Θεόφρ.)
νεοελλ.
1. το υλικό από τους κλάδους του ομώνυμου ζώου, από το οποίο κατασκευάζονται κοσμήματα
2. το κόσμημα που προέρχεται από τέτοιο υλικό
3. κοινή ονομασία καλλωπιστικού θάμνου που φυτεύεται σε γλάστρες
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «κωράλιον
παιδάριον, κόριον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως (πρβλ. εβρ. gōrāl «πετραδάκι»). Κατ' άλλη άποψη, < φρ. κόρη ἁλός «κόρη της θάλασσας». Παρόμοιο σύνθ. απαντά και στην Αρχαία Ινδική, ενώ ερμηνεύονται και οι διάφορες γραφές, όπως κουράλιον, κωράλιον κ.λπ., αντίστοιχες τών κούρη, κώρη κ.λπ.
ΠΑΡ. αρχ. κοραλλίζω, κοραλλικός
μσν.- νεοελλ.
κοραλλένιος
νεοελλ.
κοράλλινος.
ΣΥΝΘ. αρχ. κοραλλιοπλάστης [(;) βλ. λ.]
νεοελλ.
κοραλλιογενής, κοραλλιογραφία, κοραλλιολόγος, κοραλλιόριζα, κοραλλιόσχημος, κοραλλιοφάγος, κοραλλιοφόρος, κοραλλιόχρους].