κυματοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυματοτρόφος]], -ον (Α)<br />(για τη [[θάλασσα]]) αυτός που τρέφει τα κύματα («[[οἷον]] εἰ [[μέλλων]] εἰπεῖν θάλασσαν οὐκ εἴπης, ἀλλὰ τὴν ὑγρὰν τὴν κυματοτρόφον»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]], -<i>α</i>-<i>τ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γενειο</i>-<i>τρόφος</i>, <i>ιερακο</i>-<i>τρόφος</i>. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική σημ., κατ' [[αντίθεση]] [[προς]] το προπαροξύτονο <i>κυματό</i>-<i>τροφος</i>, του οποίου η σημ. [[είναι]] παθητική].
|mltxt=[[κυματοτρόφος]], -ον (Α)<br />(για τη [[θάλασσα]]) αυτός που τρέφει τα κύματα («[[οἷον]] εἰ [[μέλλων]] εἰπεῖν θάλασσαν οὐκ εἴπης, ἀλλὰ τὴν ὑγρὰν τὴν κυματοτρόφον»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]], -<i>α</i>-<i>τ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. <i>γενειο</i>-<i>τρόφος</i>, <i>ιερακο</i>-<i>τρόφος</i>. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική σημ., κατ' [[αντίθεση]] [[προς]] το προπαροξύτονο <i>κυματό</i>-<i>τροφος</i>, του οποίου η σημ. [[είναι]] παθητική].
}}
}}

Revision as of 14:08, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1530] Wellen ernährend, Rhett.; – κυματότροφος, in den Wellen, im Meere ernährt, Conj. für das Folgde.

Greek Monolingual

κυματοτρόφος, -ον (Α)
(για τη θάλασσα) αυτός που τρέφει τα κύματα («οἷον εἰ μέλλων εἰπεῖν θάλασσαν οὐκ εἴπης, ἀλλὰ τὴν ὑγρὰν τὴν κυματοτρόφον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. γενειο-τρόφος, ιερακο-τρόφος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική σημ., κατ' αντίθεση προς το προπαροξύτονο κυματό-τροφος, του οποίου η σημ. είναι παθητική].