λάξοος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λάξοος]], ὁ (Α)<br />αυτός που έχει λαξευθεί σε [[πέτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λά</i>-<i>ξοος</i> <span style="color: red;"><</span> [[λᾶας]] (με [[συναίρεση]] τών δύο <i>α</i> σε ένα) <span style="color: red;">+</span> -<i>ξοος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ξόος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ξέω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> [[αμφί]]-<i>ξοος</i>, <i>μονό</i>-<i>ξοος</i>. Η προπαροξυτονία [[είναι]] δηλωτική παθητικής σημ.]
|mltxt=[[λάξοος]], ὁ (Α)<br />αυτός που έχει λαξευθεί σε [[πέτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λά</i>-<i>ξοος</i> <span style="color: red;"><</span> [[λᾶας]] (με [[συναίρεση]] τών δύο <i>α</i> σε ένα) <span style="color: red;">+</span> -<i>ξοος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ξόος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ξέω</i>), [[πρβλ]]. [[αμφί]]-<i>ξοος</i>, <i>μονό</i>-<i>ξοος</i>. Η προπαροξυτονία [[είναι]] δηλωτική παθητικής σημ.]
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

λάξοος, ὁ (Α)
αυτός που έχει λαξευθεί σε πέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λά-ξοος < λᾶας (με συναίρεση τών δύο α σε ένα) + -ξοος (< ξόος < ξέω), πρβλ. αμφί-ξοος, μονό-ξοος. Η προπαροξυτονία είναι δηλωτική παθητικής σημ.]