Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεταστένω: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεταστένω]] (Α)<br />(ενεργ. και μέσ.) [[θρηνώ]] ή [[κλαίω]] για [[κάτι]] ή [[μετά]] από [[κάτι]] («μὴ μεταστένειν πόνον», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στένω]] (<span style="color: red;"><</span> [[στένω]] «[[στενάζω]], [[θρηνώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κατα</i>-[[στένω]], <i>περι</i>-[[στένω]].
|mltxt=[[μεταστένω]] (Α)<br />(ενεργ. και μέσ.) [[θρηνώ]] ή [[κλαίω]] για [[κάτι]] ή [[μετά]] από [[κάτι]] («μὴ μεταστένειν πόνον», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στένω]] (<span style="color: red;"><</span> [[στένω]] «[[στενάζω]], [[θρηνώ]]»), [[πρβλ]]. <i>κατα</i>-[[στένω]], <i>περι</i>-[[στένω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταστένω Medium diacritics: μεταστένω Low diacritics: μεταστένω Capitals: ΜΕΤΑΣΤΕΝΩ
Transliteration A: metasténō Transliteration B: metastenō Transliteration C: metasteno Beta Code: metaste/nw

English (LSJ)

A lament afterwards, ἄτην δὲ μετέστενον Od.4.261; μὴ μεταστένειν πόνον (Sch.; πόνων codd.) A.Eu.59; τῆς παλαιᾶς διαίτης ἑαυτούς Ph.1.209. II Med., lament after or next, σὸν ἄλγος E. Med.996 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 154] hinterher beklagen, beseufzen; ἄτην, Od. 4, 261; μεταστένειν πόνον od. πόνων, Aesch. Eum. 59; eben so im med., μεταστένομαι σὸν ἄλγος, Eur. Med. 996.

Greek (Liddell-Scott)

μεταστένω: κατόπιν στενάζω, μετανοῶ κατόπιν καὶ στενάζω διά τι, ἄτην δὲ μετέστερον Ὀδ. Δ. 261· μὴ μεταστένειν πόνον (τὰ Ἀντίγραφα πόνων) Αἰσχύλ. Εὐμ. 59. ΙΙ. θρηνῶ μετά τι ἢ κατόπιν αὐτοῦ, σὸν ἄλγος Εὐριπ. Μήδ. 996· πρβλ. μετακλαίω.

French (Bailly abrégé)

gémir ensuite sur, déplorer ensuite, acc..
Étymologie: μετά, στένω.

English (Autenrieth)

lament afterwards, rue, Od. 4.261†.

Greek Monolingual

μεταστένω (Α)
(ενεργ. και μέσ.) θρηνώ ή κλαίω για κάτι ή μετά από κάτι («μὴ μεταστένειν πόνον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + στένω (< στένω «στενάζω, θρηνώ»), πρβλ. κατα-στένω, περι-στένω.

Greek Monotonic

μεταστένω: μόνο σε ενεστ. και παρατ. ·
I. θρηνώ κατόπιν εορτής, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.
II. θρηνώ μετά από κάτι ή αργότερα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μεταστένω: (впоследствии) оплакивать (ἄτην Hom.; πόνον Aesch.; med. ἄλγος τινός Eur.).

Middle Liddell


I. only in pres. and imperf., to lament afterwards, Od., Aesch.
II. to lament after this or next, Eur.