ἀκορία: Difference between revisions
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἀκορία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>Ιατρ.</b> [[έλλειψη]] κορεσμού, από παθολογική [[αύξηση]] της όρεξης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να μην τρώει [[κανείς]] [[μέχρι]] κορεσμού, [[εγκράτεια]] στο [[φαγητό]]<br /><b>2.</b> ανικανοποίητη, υπερβολική [[επιθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκορος]]<br />η λ. πέρασε και στην ξεν. ιατρική [[ορολογία]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἀκορία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>Ιατρ.</b> [[έλλειψη]] κορεσμού, από παθολογική [[αύξηση]] της όρεξης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να μην τρώει [[κανείς]] [[μέχρι]] κορεσμού, [[εγκράτεια]] στο [[φαγητό]]<br /><b>2.</b> ανικανοποίητη, υπερβολική [[επιθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκορος]]<br />η λ. πέρασε και στην ξεν. ιατρική [[ορολογία]]. [[πρβλ]]. γαλλ. <i>acorie</i> (νεολατιν. <i>acoria</i>, γερμ. <i>akorie</i> <b>κ.λπ.</b>), από όπου προέρχεται και ο νεοελληνικά [[ιατρικός]] όρος].<br /><b>(II)</b><br />η <b>(Οφθαλμ.)</b><br />[[ανυπαρξία]] κόρης του ματιού λόγω ελλείψεως εκ γενετής ή επίκτητης καταστροφής της ίριδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>acorea</i>, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κόρη]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:54, 23 August 2021
English (LSJ)
ἡ, A not eating to satiety, moderation in eating, Hp.Epid.6.4.18. II ἀ. ποτοῦ insatiable desire of drink, Aret.CD2.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκορία: ἡ (ἄκορος) ἐν Ἱππ. 1180F, τὸ μὴ ἐσθίειν μέχρι χορτασμοῦ, ἐγκράτεια ἐν τῷ ἐσθίειν· ἀλλὰ παρ· Ἀρετ. Θερ. Ὀξ. Παθ. 2.2, ἀκ. ποτοῦ, πιθαν. νὰ σημαίνῃ ἄσβεστον ἐπιθυμίαν ποτοῦ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
avidité insatiable.
Étymologie: ἀ, κόρος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Hp.Epid.6.4.18
1 moderación c. gen. τροφῆς Hp.l.c.
2 deseo insaciable ποτοῦ Aret.CD 2.2.2
•deseo insatisfecho, TDA 15.23 (Siria III d.C.).
Greek Monolingual
(I)
η (Α ἀκορία)
νεοελλ.
Ιατρ. έλλειψη κορεσμού, από παθολογική αύξηση της όρεξης
αρχ.
1. το να μην τρώει κανείς μέχρι κορεσμού, εγκράτεια στο φαγητό
2. ανικανοποίητη, υπερβολική επιθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκορος
η λ. πέρασε και στην ξεν. ιατρική ορολογία. πρβλ. γαλλ. acorie (νεολατιν. acoria, γερμ. akorie κ.λπ.), από όπου προέρχεται και ο νεοελληνικά ιατρικός όρος].
(II)
η (Οφθαλμ.)
ανυπαρξία κόρης του ματιού λόγω ελλείψεως εκ γενετής ή επίκτητης καταστροφής της ίριδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < acorea, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < α- στερητ. + κόρη.