ἑτερόφρων: Difference between revisions

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον (ΑΜ [[ἑτερόφρων]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει [[άλλη]] [[γνώμη]], ο [[ασύμφωνος]]<br /><b>2.</b> (για θρησκευτικά ζητήματα) [[αλλόθρησκος]], [[αλλόδοξος]], [[αλλόπιστος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σκέπτεται παράδοξα, ο [[αλλόφρων]], ο μαινόμενος<br /><b>2.</b> (για [[φυσικά]] φαινόμενα) [[παράξενος]], [[αλλιώτικος]] («ἑτερόφρονι κύματι», <b>Νόνν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετεροφρόνως</i><br />με διαφορετική [[γνώμη]], ετερόδοξα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φρεν</i>- του [[φρην]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>φρων</i>].
|mltxt=-ον (ΑΜ [[ἑτερόφρων]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει [[άλλη]] [[γνώμη]], ο [[ασύμφωνος]]<br /><b>2.</b> (για θρησκευτικά ζητήματα) [[αλλόθρησκος]], [[αλλόδοξος]], [[αλλόπιστος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σκέπτεται παράδοξα, ο [[αλλόφρων]], ο μαινόμενος<br /><b>2.</b> (για [[φυσικά]] φαινόμενα) [[παράξενος]], [[αλλιώτικος]] («ἑτερόφρονι κύματι», <b>Νόνν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετεροφρόνως</i><br />με διαφορετική [[γνώμη]], ετερόδοξα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φρεν</i>- του [[φρην]], [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>φρων</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:00, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόφρων Medium diacritics: ἑτερόφρων Low diacritics: ετερόφρων Capitals: ΕΤΕΡΟΦΡΩΝ
Transliteration A: heteróphrōn Transliteration B: heterophrōn Transliteration C: eterofron Beta Code: e(tero/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, A thinking strangely, raving, Tryph.439; λύσσα AP1.19 (Claudian.), cf. Nonn.D.9.49.

German (Pape)

[Seite 1051] ον, anders gesinnt, uneinig, sp. D., wie παλμός Nonn. D. 10, 36; λύσσα Claudian. ep. (I, 191; κούρη, wahnsinnig, Tryph. 437; – von den Ketzern, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόφρων: -ον, (φρήν) φρονῶν κατὰ τρόπον ἕτερον, ἑτερόδοξος, Δίδυμ. Ἀλ. 808Α, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. μέρος 1. σ. 135Ε. ΙΙ. παραδόξως σκεπτόμενος, μαινόμενος, ἐμμανής, ἑτερόφρονα κούρην Τρυφιόδ. 439· ἑτερόφρονα λύσσαν Ἀνθ. Π. 1. 19.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui est en démence.
Étymologie: ἕτερος, φρήν.

Greek Monolingual

-ον (ΑΜ ἑτερόφρων, -ον)
1. αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει άλλη γνώμη, ο ασύμφωνος
2. (για θρησκευτικά ζητήματα) αλλόθρησκος, αλλόδοξος, αλλόπιστος
μσν.-αρχ.
1. αυτός που σκέπτεται παράδοξα, ο αλλόφρων, ο μαινόμενος
2. (για φυσικά φαινόμενα) παράξενος, αλλιώτικος («ἑτερόφρονι κύματι», Νόνν.).
επίρρ...
ετεροφρόνως
με διαφορετική γνώμη, ετερόδοξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -φρων < θ. φρεν- του φρην, πρβλ. ά-φρων].

Greek Monotonic

ἑτερόφρων: -ον (φρήν), αυτός που του έχει γυρίσει το μυαλό, ετερόδοξος, μαινόμενος, τρελός, παράφρονας, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἑτερόφρων: 2, gen. ονος помешавшийся, безумный (λύσσα Anth.).

Middle Liddell

φρήν
of other mind, raving, Anth.